πηγή: Μακεδονία, 20/6/2010
Γράφει ο Μοναχός Μωυσής, Αγιορείτης
άνθρωπος που υποφέρει είναι πάντοτε συμπαθής। Ο Ντοστογιέφσκι λέει πως το ζήτημα ενός ανθρώπου που πονά είναι ιερό। Είναι γεγονός πως ο πόνος δεν ωφελεί πάντα τον πονεμένο। Ένας παρατηρητής ενός πάσχοντος σπάνια συμμετέχει πολύ στο άλγος του.Είναι ένας απλός θεατής, που μπορεί να συγκινείται και να λέει δυο λόγια συμπαθείας, αλλά δεν βιώνει το μαρτύριο του αλγούντος. Ο πόνος σαν θέαμα μπορεί να συγκινήσει κάποιον και να αισθανθεί την ιερότητά του. Έναν που υποφέρει είναι ανάγκη να τον συνδράμω κατά το δυνατόν. Να προσπαθήσω να εμβαθύνω στον μυστήριο του πόνου του.....Ο εκ δεξιών ληστής του σταυρού του Χριστού μετανόησε, βοηθήθηκε και σώθηκε. Ο εξ αριστερών ληστής τα ίδια έβλεπε και άκουγε, το ίδιο πονούσε, αλλά δεν θέλησε να συνετιστεί. Ο πόνος δεν του έγινε ιατρός. Στην ωραία ευαγγελική παραβολή του καλού Σαμαρείτη ο συμπαραστάτης του πληγωμένου ανθρώπου, που συναντά στον δρόμο του, ληστεμένου και ημιθανούς, δεν τον κουράζει με διάφορες και πολλές ερωτήσεις, από πού κρατά η σκούφια του, πόθεν έρχεται και πού υπάγει, τι κάνει, με τι ασχολείται, πώς αισθάνεται και τι επιθυμεί, αν είναι καλός, έντιμος, ηθικός, σοβαρός, αλλά πρόθυμα συντρέχει στο πάθημά του. Ο αληθινός πιστός δεν ζητά πιστοποιητικά για να συνδράμει, κατά το δυνατόν, έναν πάσχοντα. Ένας ελεήμονας, που πραγματικά λυπάται και συμπονά τον πονεμένο συνάνθρωπό του, δεν τον βλέπει αφ’ υψηλού, με οίκτο, με υπεροχή, ούτε ενδιαφέρεται για το μέλλον του. Έχει μάθει να ζει έτσι, δεν μπορεί να μην αγαπά και συμπονά. Την καλλιέργεια της καρδιάς του και τη λεπτότητα της ψυχής του την έχει δωρίσει η πλούσια χάρη του πανάγαθου Θεού.Ένας ορθολογιστής δεν μπορεί επ’ ουδενί να συλλάβει στο νου του τον λόγο ότι στο πρόσωπο του κάθε φτωχού, ασθενούς, φυλακισμένου, κυνηγημένου, κατηγορούμενου και αδικημένου μπορείς να συναντήσεις τον ίδιο τον Χριστό. Ο Χριστός αγαπά να εμφανίζεται λιτά, άσημα, άδοξα, άφωτα, μακριά από πλατείες, κοσμοσυρροή, οχλοβοή, ταραχή και διαφήμιση. Δεν ξέρω πώς να το πω, αλλά, όπως έλεγε ένας σοφός, ο Χριστός αρέσκεται να θέτει εμπόδια στη συνάντηση μαζί του. Θέλει κατά κάποιον τρόπο να επιμείνεις ταπεινά. Προκαλεί και προσκαλεί σε μία συγκινητική περιπέτεια, σ’ ένα άθλημα και μια καλή αγωνία.Η συμπάθεια και η συμπόνια χαρακτηρίζουν την ευγένεια της ψυχής ενός ανθρώπου και του χαρίζουν μυστική, άυλη χαρά, που λέει ο ποιητής, και οι άνθρωποι τη χαρακτηρίζουν ευτυχία. Το κάθε καλό, αν δεν γίνεται αθώα και ταπεινά, χάνει την αξία του. Η αγιότητα έχει τα στοιχεία της αλήθειας, της αγάπης, της θυσίας, της ανιδιοτέλειας. Η αγιότητα είναι σπάνια, όμως, ως μειοψηφία, υπάρχει συνήθως κρυμμένη. Οι άγιοι και ήρωες κάποτε ταυτίζονται. Η ψευτοαγιότητα είναι μια μεγάλη απάτη, ένα ανόσιο μασκαριλίκι, μια σκέτη υποκρισία. Ο Θεός να μας φυλάει από τους ψευτοαγίους, που τρέχουν στους πονεμένους, για να ανέβουν τάχα οι πνευματικές τους μετοχές.Οι πονεμένοι που γογγύζουν, τρώγονται με τα ρούχα τους, είναι σκληροί και απαιτητικοί και απαιτούν οίκτο αστοχούν και χάνουν το κέρδος της ευκαιρίας να δουν βαθύτερα τον εαυτό τους και με μεγαλύτερη κατανόηση τους άλλους. Ο Θεός παραχωρεί και επιτρέπει τον πόνο στη ζωή των ανθρώπων παιδαγωγικά και όχι τιμωρητικά και εκδικητικά. Είναι συμπονετικός, ιατρός χηρών, ορφανών, ασθενών, φτωχών, αναπήρων. Ελεεί δίχως να ξεσυνερίζεται, να ζητά ανταλλάγματα, το μόνο που θέλει είναι πίστη. Είναι ιδιαίτερα ευγενικός ο Χριστός προς όλους. Ποτέ δεν έβρισε, δεν περιφρόνησε κανένα, δεν πείσμωσε, δεν κάκιωσε, δεν προσβλήθηκε, δεν φέρθηκε με μικροπρέπεια.Η Ορθοδοξία είναι μια πολυκλινική με αρχίατρο τον Χριστό και θεραπευτές τους λειτουργούς του Ύψιστου. Επειδή δεν αγαπούμε την άσκηση, μας δίνει ο Χριστός τον ακούσιο πόνο, που αποτελεί μια παράξενη καταρχάς αλλά τελικά συγκλονιστική θεραπεία της πέτρινης καρδιάς μας, και μας χαρίζει υπέρτατη ειρήνη, που μας κάνει να αισθανόμαστε αληθινά, ελεύθερα, μακάρια παιδιά του Θεού. Μέσα από τον πόνο γεννιέται το δάκρυ της μετάνοιας και η θέρμη της ικεσίας. Στο κρεβάτι του πόνου πηγάζουν οι ωραιότερες προσευχές. Ο πόνος είναι τελικά γιατρικό. Οι πονεμένοι είναι πλούσια ευλογημένοι. Μακάριοι οι υπομένοντες αδιαμαρτύρητα, ελπιδοφόρα και νικηφόρα το μεγάλο μαρτύριο και μυστήριο του πόνου.
Κυριακή 20 Ιουνίου 2010
Τετάρτη 16 Ιουνίου 2010
Περί όρκου, καύσεως νεκρών αποκαθηλώσεως των συμβόλων κ.λπ.
του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Αλεξανδρουπόλεως
κ। Ανθίμου
Ανοίγουν κατά καιρούς παρόμοιες συζητήσεις για θέματα που η προτείνουν η επιβάλλουν, τάχα η Ευρωπαϊκή Ένωση, τάχα κάποιες Ανεξάρτητες Αρχές, τάχα ο Συνήγορος του πολίτηΠερί όλων αυτών και όσων ενδεχομένως αύριο «μας προκύψουν», νομίζω ότι οφείλουμε να θυμίσουμε και να ξεκαθαρίσουμε τα εξής:
Το Κράτος μας όταν συστάθηκε και θέλησε να οργανωθεί, προκειμένου να μετατρέψει τους επαναστατημένους ραγιάδες σε Έλληνες πολίτες, πήρε τα ιερά μας σύμβολα, πήρε το ιεροτελεστικό της Εκκλησίας μας, πήρε την Ορθόδοξη Θεολογία μας και όλα αυτά, τα έπλεξε με την καθημερινότητα της Διοικήσεώς του και με την επισημότητα του Πρωτοκόλλου του, με στόχο «το στήσιμο» της υπολήψεως των Θεσμών του.
Η Εκκλησία της Ελλάδος, από της πραξικοπηματικής «ιδρύσεώς της» πλήρωνε το Ελληνικό Κράτος και το πληρώνει μέχρι σήμερα.
Το «σήκωσε» στις πλάτες της και το σηκώνει μέχρι σήμερα. Η Εκκλησία, μπορούμε τώρα να το βεβαιώσουμε, ελάχιστα ωφελήθηκε, μα, το Κράτος μας διόλου δεν βλάφτηκε.
Φαίνεται, όμως, ότι ήρθε ο καιρός, να επανεξεταστούν οι περιχωρήσεις και να αποκατασταθούν οι θεσμοί στους ρόλους τους και στις τροχιές τους. Αλλά, να δοκιμασθούν και οι αντοχές τους.
Το Ελληνικό Κράτος, φαντάζεται ότι μπορεί να συνεχίσει την πορεία του άχρωμο πνευματικά, ανερμάτιστο παραδοσιακά, χωρίς σύμβολα, χωρίς διαχρονικές αξίες και προσανατολισμό, χωρίς πίστη σε εσχατολογικές εμπειρίες.
Το Κράτος μας, δανείζεται τέτοια μοτίβα από την Ευρώπη, η οποία η δεν βλέπει την συμφορά της που έρχεται η επειδή απεμπόλησε την δύναμη που θα μπορούσε να την αποτρέψει, υποκύπτει «ένδοξα».
Σ’ αυτόν τον δρόμο που τραβά το Κράτος μας, λυπάμαι, αλλά ως Εκκλησία, δεν μπορούμε να το συντροφεύσουμε.
Του ευχόμαστε καλή στράτα και καλό κατευόδιο. Μακάρι, το πείραμα που επιχειρεί, να επιτύχει. Το εύχομαι ειλικρινά. Όμως, μην ζητάτε από την Εκκλησία σας να συγκατανεύση, μην ζητάτε να νοθεύσει το κρασί μας.
Ας συνεχίσουμε με την εξάρτυσή μας ο κάθε θεσμός και «το καθ’υμάς απαλλάξατε των φροντίδων ημάς. Την υμετέραν ουν πορευόμενοι...» (Ο Πατριάρχης Ιερεμίας Β’ο Τρανός στους θεολόγους της Τιβίγγης στην δεύτερη «Απόκρισή» του, 1581).
Παρακαλώ να μας αφήσει ήσυχους, το Ελληνικό Κράτος, κι εμάς ως Xριστιανούς, να συνεχίσουμε την δική μας πορεία. Μια πορεία γεμάτη αμαρτωλότητα, που όμως, δεν θα σκυλεύεται στις τηλεοράσεις.
Γεμάτη σκάνδαλα, που όμως δεν θα αποτελούν το μαξιλαράκι που απορροφά τους κραδασμούς των πολιτικών αδιεξόδων.
Γεμάτη σύμβολα, που δεν θα γίνονται παίγνιο στην ψηφοθηρία των μεταναστών. Γεμάτη αξίες, που παραμένουν ανεξίτηλες στο πνευματικό χρηματιστήριο του πλανήτη. Γεμάτη Πίστη, που «κόβει εισιτήρια» στα μαρμαρένια αλώνια, όπου συναγωνίζονται οι πολιτισμοί και η πνευματικότητά τους.
Γεμάτη αγιότητα, που είναι η χωρίς όρους και όρια, πλήρης αποδοχή των μετανοημένων αμαρτωλών.
Κι εμείς οι Χριστιανοί, ας μην εθελοτυφλούμε. Ας μην ζούμε με ωραιοποιημένα ιστορικά φαντάσματα του παρελθόντος.
Ας αποφασίσουμε να αρκεστούμε στο ευαγγελικό πολίτευμά μας, το οποίο «εν ουρανοίς υπάρχει» (Φιλιπ.3,20). Δεν γίνεται «να τα έχουμε καλά με τον Θεό χωρίς να τα χαλάσουμε με τον διάβολο».
Ας επαναβιώσουμε την «Προς Διόγνητον» Επιστολή και την εποχή που περιγράφει.
Και χωρίς τύψεις, παρακαλώ! Είχαμε, ως Εκκλησία και θα έχουμε «στους αιώνες των αιώνων» τεράστια οφειλή στην ελληνική Παιδεία, στην ελληνική Γλώσσα και στην ελληνική φιλοσοφική διανόηση, επειδή «έντυσαν» τα δόγματα της Πίστεώς μας.
Αυτά, (η παιδεία, η γλώσσα και η ελληνική σκέψη), θα συνεχίσουν να ενυπάρχουν τόσο στην Ορθόδοξη Θεολογική Γραμματολογία όσο και στην βιωμένη Χριστιανική Εκκλησία, για πάντα, σ’ Ανατολή και Δύση. (Πάντως, από το Ελληνικό Κράτος εξέλιπαν).
Στο κάτω-κάτω, μπορούμε να πούμε στους απορημένους σκεπτικιστές περί αυτού του ιστορικού διαζυγίου: «ηυλίσαμεν και ουκ ωρχήσασθε, εθρηνήσαμεν και ουκ εκόψασθε...» (Ματθ. 11,17).
Οπότε μην μας βασανίζετε την μια με τον όρκο, την άλλη με την καύση, έπειτα με τις εικόνες από τα σχολεία, με τα σύμβολα από τις σημαίες κ.λ.π. Η Ιστορία θα αποδείξει την αντοχή του καθενός μας.
Εξάλλου, κατά πως έλεγε κι ο Αντώνης Σαμαράκης:
«την Ιστορία την γράφουν
ώρα την ώρα, χρόνο με χρόνο,
με την Αγάπη, μόνο αυτοί.
Την Ιστορία την γράφουν
μόνο οι Χριστιανοί!».
Ποιός ξέρει! Ίσως κάποτε ξανασυναντηθούν οι δρόμοι μας, με περισσότερη ειλικρίνεια και αυτοσυνειδησία.
Και με λιγότερη υποκρισία. Κι εκείνη η συνάντηση θα αποζημιώσει τον καθολικό πολιτισμό, για τα όσα θα έχουν μεσολαβήσει.
κ। Ανθίμου
Ανοίγουν κατά καιρούς παρόμοιες συζητήσεις για θέματα που η προτείνουν η επιβάλλουν, τάχα η Ευρωπαϊκή Ένωση, τάχα κάποιες Ανεξάρτητες Αρχές, τάχα ο Συνήγορος του πολίτηΠερί όλων αυτών και όσων ενδεχομένως αύριο «μας προκύψουν», νομίζω ότι οφείλουμε να θυμίσουμε και να ξεκαθαρίσουμε τα εξής:
Το Κράτος μας όταν συστάθηκε και θέλησε να οργανωθεί, προκειμένου να μετατρέψει τους επαναστατημένους ραγιάδες σε Έλληνες πολίτες, πήρε τα ιερά μας σύμβολα, πήρε το ιεροτελεστικό της Εκκλησίας μας, πήρε την Ορθόδοξη Θεολογία μας και όλα αυτά, τα έπλεξε με την καθημερινότητα της Διοικήσεώς του και με την επισημότητα του Πρωτοκόλλου του, με στόχο «το στήσιμο» της υπολήψεως των Θεσμών του.
Η Εκκλησία της Ελλάδος, από της πραξικοπηματικής «ιδρύσεώς της» πλήρωνε το Ελληνικό Κράτος και το πληρώνει μέχρι σήμερα.
Το «σήκωσε» στις πλάτες της και το σηκώνει μέχρι σήμερα. Η Εκκλησία, μπορούμε τώρα να το βεβαιώσουμε, ελάχιστα ωφελήθηκε, μα, το Κράτος μας διόλου δεν βλάφτηκε.
Φαίνεται, όμως, ότι ήρθε ο καιρός, να επανεξεταστούν οι περιχωρήσεις και να αποκατασταθούν οι θεσμοί στους ρόλους τους και στις τροχιές τους. Αλλά, να δοκιμασθούν και οι αντοχές τους.
Το Ελληνικό Κράτος, φαντάζεται ότι μπορεί να συνεχίσει την πορεία του άχρωμο πνευματικά, ανερμάτιστο παραδοσιακά, χωρίς σύμβολα, χωρίς διαχρονικές αξίες και προσανατολισμό, χωρίς πίστη σε εσχατολογικές εμπειρίες.
Το Κράτος μας, δανείζεται τέτοια μοτίβα από την Ευρώπη, η οποία η δεν βλέπει την συμφορά της που έρχεται η επειδή απεμπόλησε την δύναμη που θα μπορούσε να την αποτρέψει, υποκύπτει «ένδοξα».
Σ’ αυτόν τον δρόμο που τραβά το Κράτος μας, λυπάμαι, αλλά ως Εκκλησία, δεν μπορούμε να το συντροφεύσουμε.
Του ευχόμαστε καλή στράτα και καλό κατευόδιο. Μακάρι, το πείραμα που επιχειρεί, να επιτύχει. Το εύχομαι ειλικρινά. Όμως, μην ζητάτε από την Εκκλησία σας να συγκατανεύση, μην ζητάτε να νοθεύσει το κρασί μας.
Ας συνεχίσουμε με την εξάρτυσή μας ο κάθε θεσμός και «το καθ’υμάς απαλλάξατε των φροντίδων ημάς. Την υμετέραν ουν πορευόμενοι...» (Ο Πατριάρχης Ιερεμίας Β’ο Τρανός στους θεολόγους της Τιβίγγης στην δεύτερη «Απόκρισή» του, 1581).
Παρακαλώ να μας αφήσει ήσυχους, το Ελληνικό Κράτος, κι εμάς ως Xριστιανούς, να συνεχίσουμε την δική μας πορεία. Μια πορεία γεμάτη αμαρτωλότητα, που όμως, δεν θα σκυλεύεται στις τηλεοράσεις.
Γεμάτη σκάνδαλα, που όμως δεν θα αποτελούν το μαξιλαράκι που απορροφά τους κραδασμούς των πολιτικών αδιεξόδων.
Γεμάτη σύμβολα, που δεν θα γίνονται παίγνιο στην ψηφοθηρία των μεταναστών. Γεμάτη αξίες, που παραμένουν ανεξίτηλες στο πνευματικό χρηματιστήριο του πλανήτη. Γεμάτη Πίστη, που «κόβει εισιτήρια» στα μαρμαρένια αλώνια, όπου συναγωνίζονται οι πολιτισμοί και η πνευματικότητά τους.
Γεμάτη αγιότητα, που είναι η χωρίς όρους και όρια, πλήρης αποδοχή των μετανοημένων αμαρτωλών.
Κι εμείς οι Χριστιανοί, ας μην εθελοτυφλούμε. Ας μην ζούμε με ωραιοποιημένα ιστορικά φαντάσματα του παρελθόντος.
Ας αποφασίσουμε να αρκεστούμε στο ευαγγελικό πολίτευμά μας, το οποίο «εν ουρανοίς υπάρχει» (Φιλιπ.3,20). Δεν γίνεται «να τα έχουμε καλά με τον Θεό χωρίς να τα χαλάσουμε με τον διάβολο».
Ας επαναβιώσουμε την «Προς Διόγνητον» Επιστολή και την εποχή που περιγράφει.
Και χωρίς τύψεις, παρακαλώ! Είχαμε, ως Εκκλησία και θα έχουμε «στους αιώνες των αιώνων» τεράστια οφειλή στην ελληνική Παιδεία, στην ελληνική Γλώσσα και στην ελληνική φιλοσοφική διανόηση, επειδή «έντυσαν» τα δόγματα της Πίστεώς μας.
Αυτά, (η παιδεία, η γλώσσα και η ελληνική σκέψη), θα συνεχίσουν να ενυπάρχουν τόσο στην Ορθόδοξη Θεολογική Γραμματολογία όσο και στην βιωμένη Χριστιανική Εκκλησία, για πάντα, σ’ Ανατολή και Δύση. (Πάντως, από το Ελληνικό Κράτος εξέλιπαν).
Στο κάτω-κάτω, μπορούμε να πούμε στους απορημένους σκεπτικιστές περί αυτού του ιστορικού διαζυγίου: «ηυλίσαμεν και ουκ ωρχήσασθε, εθρηνήσαμεν και ουκ εκόψασθε...» (Ματθ. 11,17).
Οπότε μην μας βασανίζετε την μια με τον όρκο, την άλλη με την καύση, έπειτα με τις εικόνες από τα σχολεία, με τα σύμβολα από τις σημαίες κ.λ.π. Η Ιστορία θα αποδείξει την αντοχή του καθενός μας.
Εξάλλου, κατά πως έλεγε κι ο Αντώνης Σαμαράκης:
«την Ιστορία την γράφουν
ώρα την ώρα, χρόνο με χρόνο,
με την Αγάπη, μόνο αυτοί.
Την Ιστορία την γράφουν
μόνο οι Χριστιανοί!».
Ποιός ξέρει! Ίσως κάποτε ξανασυναντηθούν οι δρόμοι μας, με περισσότερη ειλικρίνεια και αυτοσυνειδησία.
Και με λιγότερη υποκρισία. Κι εκείνη η συνάντηση θα αποζημιώσει τον καθολικό πολιτισμό, για τα όσα θα έχουν μεσολαβήσει.
Δευτέρα 14 Ιουνίου 2010
Θλίψη και κατάθλιψη
Γράφει ο μοναχός Μωυσής, Αγιορείτης
πηγή: Μακεδονία, 13/6/2010 Ο γέροντας Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης συχνά έλεγε πως η σήμερα τόσο διαδομένη κατάθλιψη συχνά και κύρια οφείλεται στον μεγάλο εγωισμό। Από μικροί μεγαλώνουμε με μια λαθεμένη αγωγή। Των περισσότερων η ανατροφή από μικρά παιδιά είναι μία επιμελής καλλιέργεια ενός λίαν εγωιστικού πνεύματος। Γεννιέται από νωρίς η σφοδρή επιθυμία για διάκριση, έπαινο, εντυπωσιασμό και πρωτοκαθεδρία. Γεννιέται ένα υπερβολικό ενδιαφέρον για την ενδυμασία, την κόμμωση και την επίδοση σε ανάξια λόγου πράγματα. Ο πολύς εγωισμός οδηγεί στον πρωταγωνιστισμό, την απόρριψη των άλλων, τη χρησιμοποίηση υπερβολών, ψευδών και ύβρεων. Ορισμένοι φθάνουν μάλιστα να υπηρετούν το άσχημο και το κακό μόνο και μόνο για να συζητιούνται και να προβάλλονται......Με μια τέτοια πλεύση και προοπτική τι συμβαίνει; Πολύ συχνά, επειδή τα πράγματα δεν μας έρχονται όπως ακριβώς θέλουμε, αμέσως στεναχωριόμαστε, ταραζόμαστε, αγχωνόμαστε, απογοητευόμαστε και κλεινόμαστε στον εαυτό μας, Παρουσιάζεται μια βαθιά θλίψη μέσα μας ότι δεν μας προσέχουν πολύ, δεν μας αγαπάνε όσο θέλουμε, δεν αναγνωρίζουν την αξία μας και δεν εκτιμούν τα προσόντα και τις δυνατότητές μας. Μία λοιπόν μη αναγνώριση, μια παρατήρηση, μια επίπληξη μας θυμώνει, μας ντροπιάζει, μας αναστατώνει, μας θλίβει. Τούτο συμβαίνει γιατί έχει θιγεί ο εγωισμός, έχει ανατραπεί η ωραία ιδέα που υπήρχε για τον εαυτό μας, την οποία επιθυμούμε να έχουν οπωσδήποτε και οι άλλοι.Είναι μεγάλη λύπη άξιοι νέοι άνθρωποι να φθάνουν και σ’ αυτήν την αποτρόπαιη αυτοχειρία, γιατί δεν αντέχουν μία αποτυχία, μία απογοήτευση, μία υποτίμηση, μία προσβολή, μία ξαφνική πτώχευση. Ένας ταπεινός, ένας αληθινός Χριστιανός, όλα αυτά τα πικρά γεγονότα τα αντιμετωπίζει πιο ψύχραιμα, πιο αισιόδοξα, πιο καρτερικά και πιο ελπιδοφόρα. Μάλιστα, μερικές φορές μπορούν να γίνουν δυνατές αφορμές πνευματικής ωρίμανσης και ψυχικής καλλιέργειας.Μια παρατεινόμενη στενοχώρια φέρνει θλίψη και αυτή πάλι τη φοβερή κατάθλιψη, που σήμερα μαστίζει πολλούς. Η κατάθλιψη μπορεί να αδρανοποιήσει τον άνθρωπο κουραστικά. Η κατάθλιψη έχει συνήθη αιτία τον άφθονο εγωισμό. Ο ταπεινός έχει ισχυρά αντισώματα, δεν είναι εύκολο να κυριευθεί από την κατάθλιψη. Τελικά, πιστεύουμε πως ο υπερβολικός εγωισμός είναι μια σκέτη ανοησία και η γνήσια ταπείνωση μια επιλογή ενός υψηλού πνευματικού κέρδους. Ο εγωιστής είναι πάντοτε αχόρταγος, ανικανοποίητος, ανασφαλής και αγχώδης. Αντίθετα, ο ταπεινός είναι ήσυχος, ικανοποιημένος, ευχαριστημένος, άφοβος και ήρεμος. Ο εγωιστής πάσχει να ξέρει πώς τον βλέπουν, πώς τον εκτιμούν και πόσο τον θαυμάζουν. Έτσι είναι συνεχώς ανήσυχος. Αυτό σημαίνει ότι του λείπει η αυτοεκτίμηση και εναγώνια την αποζητά από τους άλλους. Οι άλλοι όμως έχουν τα δικά τους προβλήματα και δεν ασχολούνται τόσο μ’ αυτόν. Αυτοβασανιζόμενος και ταλαιπωρούμενος από νοσηρές επιθυμίες, φαντασίες και ιδέες πονά πολύ. Μην αντέχοντας, καταφεύγει σε διάφορα χάπια, ακόμη και σε αλκοόλ και ναρκωτικά, για να αποφύγει τον εσωτερικό πόλεμο.Είναι γεγονός πως καταναλώνονται τεράστιες ποσότητες και μεγάλα ποσά για αντικαταθλιπτικά φάρμακα, αλλά και σε προγράμματα αποτοξινώσεως. Το πρόβλημα όμως δεν θεραπεύεται στη ρίζα του, γιατί παραμένει ισχυρός ο εγωισμός, που δημιουργεί όλα αυτά τα προβλήματα. Το αταπείνωτο φρόνημα των καιρών μας, οι συγκρούσεις, η μη αγωνιστικότητα, η νωχέλεια, οι συχνές απογοητεύσεις οδηγούν στην κατάθλιψη. Ευγενείς, ευαίσθητοι, αδύναμοι και αδρανείς νέοι μπορεί να κυριευθούν από την κατάθλιψη. Θεωρήσαμε την ταπείνωση ολέθριο ελάττωμα.Αγωνιστήκαμε για άλλα πολλά που δεν ήταν ουσιαστικά και πρωτεύοντα. Μπερδέψαμε την ταπείνωση με την κακομοιριά και την απλοϊκότητα. Μόνο όμως ο αληθινά ταπεινός μπορεί να είναι πραγματικά χαρούμενος, αστεναχώρητος, νηφάλιος, γαλήνιος και υπερβολικά ειρηνικός. Οι ημέρες μας έχουν ιδιαίτερη ανάγκη πνευματικής ενισχύσεως
Δευτέρα 7 Ιουνίου 2010
Το πρόβλημα ταυτότητας της Τουρκίας
του Νίκου Χειλαδάκη
Δημοσιογράφου – Συγγραφέα – Τουρκολόγου
.
Η σημερινή Τουρκία, αυτόπροσδιορίζεται επίσημα σαν μια ισλαμική, σουνιτικού δόγματος τουρκική χώρα. Και όμως, η ταυτότητα αυτής της χώρας και ως προς το θρήσκευμα, αλλά και ως προς τον εθνικό προσδιορισμό, φαίνεται πως είναι μια πολύ μπερδεμένη υπόθεση. Άλλωστε αυτό γίνεται αντιληπτό σε κάθε έμπειρο παρατηρητή, όταν επισκέπτεται και γυρίζει στις πόλεις και τα χωριά της Μικράς Ασίας και της ανατολική Θράκης. Ένα αδιόρατο ελληνοχριστιανικό υπόβαθρο, ακόμα και σήμερα, μετά από πολλές δεκαετίες από την ανταλλαγή των πληθυσμών, εμφανίζεται με απροσδόκητο τρόπο σε πολλές περιοχές και σε πολλές περιπτώσεις είναι φανερό και εκδηλώνετε με διάφορους τρόπους. Αλλά και σε σφαιρικό επίπεδο, τα τελευταία χρόνια μια έκδηλη κρίση ταυτότητας έχει αρχίσει να εκδηλώνεται με πολλούς τρόπους, όπως θα δούμε σε αυτό το άρθρο, ανατρέποντας πολλά σταθερά δεδομένα από την ίδρυση της σύγχρονης τουρκικής δημοκρατίας, με άγνωστες προ το παρών συνέπειες σε όλη την ευρύτερη περιοχή.
Χαρακτηριστικό είναι το τηλεοπτικό πεδίο όπου εκφράζετε με εμφανή τρόπο η εξέλιξη αυτή, καθώς και η αφύπνιση πολλών μειονοτικών ομάδων που ζητάνε όλο και πιο έντονα την πολιτιστική τους τουλάχιστον διαφοροποίηση και επίσημη αναγνώριση. Έτσι τα τελευταία χρόνια έχουν ξεφυτρώστε περί τα πέντε δορυφορικά κανάλια από τον τουρκικό Πόντο, που δεν χάνουν την ευκαιρία να τονίζουν συνεχώς την ιδιαίτερη πολιτιστική ταυτότητα της περιοχής. Τηλεοπτικά κανάλια των Αλεβιτών που παρουσιάζουν την ιδιαιτερότητα της μεγάλης αυτής θρησκευτικής μειονότητας και μάλιστα φτάνουν και στο σημείο να προβάλλουν θρησκευτικές τελετές των Αλεβιτών, που δεν έχουν καμία σχέση με το επίσημο Ισλάμ. Κανάλια της περιοχής του Αιγαίου, της νοτιοανατολικής Τουρκίας, που αναδεικνύουν τις ιδιαιτερότητες της περιοχής τους αλλά και φονταμελιστικά φιλοαραβικά ισλαμικά κανάλια, διαγράφουν ένα πολύπλοκο τηλεοπτικό τοπίο. Βεβαία θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι όλο αυτό περίγραμμα είναι δείγμα πλουραλισμού, αλλά για όσους γνωρίζουν τα τουρκικά πράγματα πολύ απέχει από την πραγματικότητα ένας τέτοιος ισχυρισμός καθώς το καθεστώς που «σκιάζει» και ελέγχει αυστηρά τα πάντα, δεν διστάζει να προχωρεί ακόμα και με συχνό κλείσιμο διαφόρων τηλεοπτικών σταθμών για προσβολή της τουρκικότητας.
Σύμφωνα με τον γνωστό Άγγλο ιστορικό – Τουρκολόγο, Bernard Lewis, έναν από τους μεγαλύτερους ερευνητές τής Μέσης Ανατολής, «Οι Τουρκόφωνοι, όταν ήρθαν από την ανατολή στην Μικρά Ασία τον 11ο αιώνα μ.Χ. συνάντησαν έναν εγχώριο πληθυσμό με προϊστορία 2.000 χρόνων. Αυτός ο εγχώριος πληθυσμός, ελληνόφωνος, ελληνοπρεπής και χριστιανικός ορθόδοξος στην μεγάλη του πλειοψηφεία, ούτε εξολοθρεύτηκε, αλλά ούτε και εξαφανίστηκε». Άρα το ερώτημα που τίθεται για άλλη μια φορά, είναι τι απέγινε αυτός ο πληθυσμός με πολιτιστικό επίπεδο σίγουρα πολύ ανώτερο των τουρκόφωνων νομάδων. Η πρώτη και πιο λογική απάντηση που μπορεί να δώσει κανείς σε αυτό το ερώτημα, είναι ότι αφού δεν εξαφανίστηκε, άλλωστε κάτι τέτοιο ήταν πολύ δύσκολο, αλλαξοπίστησε και σταδιακά εντάχτηκε σε αυτό που λέμε σήμερα Τουρκία.
Σύμφωνα με όλα τα διαθέσιμα ιστορικά στοιχεία, οι λαοί της Ανατολίας, (Μικράς Ασίας), είχαν δικούς τους γνήσιους πολιτισμούς και γλώσσες, ενώ το κυρίαρχο στοιχειό ήταν η ελληνική πολιτιστική ταυτότητα . Μέχρι το 300 μ.Χ. υπήρχαν ακόμα πληθυσμοί που μιλούσαν εκτός από τα ελληνικά, φρυγικά, έως το 400 μ.Χ,. καππαδοκικά και γοτθικά-γαλατικά και έως το 500 μ.Χ. νέοφρυγικά. Οι γλώσσες αυτές όμως επειδή δεν ήταν γραπτές σταδιακά εξαφανίστηκαν. Σήμερα οι γλωσσολόγοι συναντάνε ακόμα σε διαλέκτους που ομιλούντο έως πρόσφατα στην Ανατολία, λέξεις και επιδράσεις απ' αυτές τις γλώσσες. Παράλληλα τα ελληνικά, που ήταν, όπως αναφέραμε, η κυρίαρχη μορφή γλωσσικής επικοινωνίας σε όλη την Ανατολία, έστω και σε μορφή διαλέκτων, όπως τα ποντιακά, επέζησαν μέχρι σήμερα.
Αυτά τα ίχνη των εξαφανισμένων γλωσσών μαρτυρούν μια πολιτισμική κληρονομιά η οποία σίγουρα δεν έχει καμία σχέση με την τουρκομογγολική ταυτότητα. Η κληρονομιά αυτή έχει διατηρήσει την ύπαρξή της εδώ και χιλιάδες χρόνια από γενιά σε γενιά. Αυτήν όμως την μεγάλη πολιτιστική κληρονομιά, σήμερα, η σύγχρονη Τουρκία, όχι μόνο την έχει αρνηθεί, αλλά προχώρησε σε μια καταπληκτική διαστρέβλωση κάθε έγνοιας της ιστορικής ταυτότητας της Μικράς Ασίας. Ο αυτουργός αυτής της διαδικασίας αλλαγών όλων των ιστορικών δεδομένων, η αναγνώριση των οποίων θα έχει καταλυτικές συνέπιες γι' αυτό που αποκαλούμε σήμερα Τουρκική Δημοκρατία, είναι ο ίδιος ο ιδρυτής της Τουρκικής Δημοκρατίας, ο δημιουργός της τουρκικής εθνικής συνείδησης, ο Μουσταφά Κεμάλ, αγνώστου καταγωγής, αφού πολλοί έχουν υποστηρίξει ότι ήταν Ντονμές, δηλαδή εξισλαμισμένος Εβραίος της περιοχής της Θεσσαλονίκης.
.
Ο ΚΕΜΑΛ
Το 1925 κατόπιν εντολής του Κεμάλ ένας μελετητής των ιστορικών ανησυχιών του, συνέταξε ένα κατάλογο των βασικών ιστορικών ερωτημάτων που απασχολούσαν εκείνη την περίοδο τον Τούρκο ηγέτη. Τα ερωτήματα αυτά, ( και συνάμα αρχή των ιστορικών του θέσεων), στα οποία θα απαντούσε με τον δικό της τρόπο η κεμαλική ιστορία αγνοώντας όλη την ιστορική πραγματικότητα της περιοχής, ήταν τα εξής : α) Ποιοι ήταν οι παλαιότεροι αυτόχθονες κάτοικοι της σημερινής Τουρκίας ; β) Πως και από ποιους δημιουργήθηκε ο πρώτος πολιτισμός στην Τουρκία ; γ) Ποια είναι η θέση της Τουρκίας στην παγκόσμια ιστορία και στον παγκόσμιο πολιτισμό ; δ) Η ίδρυση κράτους στην Ανατολία από μια τουρκική φυλή, (τους Οθωμανούς και όχι τους Σελτζούκους ), αποτελεί ένα ιστορικό μύθο. Στην περίπτωση αυτή πρέπει να βρεθεί μια άλλη ερμηνεία για στον σχηματισμό τους κράτους αυτού. Ποια είναι η σωστή ερμηνεία; ε) Ποια είναι η αληθινή ταυτότητα τις ισλαμικής θεωρίας και ποιος ήταν ο ρόλος των Τούρκων σε αυτή ; Πάνω λοιπόν σε αυτά τα πέντε βασικά ερωτήματα κινήθηκε έκτοτε όλη η καινούργια κεμαλική «κοσμοϊστορική» θεωρεία.
Το 1928 ο Κεμάλ κάλεσε τους ιστορικούς του να εδραιώσουν την θεωρεία περί της προελεύσεως των Τούρκων και της συνέχειας της παρουσίας του τουρκικού έθνους στην Μικρά Ασία από αρχαιοτάτων χρόνων. Επιδίωξη του ήταν να δώσει ιστορικό χαρακτήρα στην εθνική συνείδηση, που μόλις είχε δημιουργήσει, σαν το βασικό θεμέλιο της νέας τουρκικής Δημοκρατίας, ένα πολύμορφο και με αδύναμη συνοχή καινούργιο κράτος. Κατ’ αρχή, από τους εντεταλμένους ιστορικούς του Κεμάλ, γεννήθηκε η «Χιττική θεωρία», δηλαδή η θεωρεία που υποστήριζε ότι οι Χιττίτες ήταν οι πρώτοι πρόγονοι των Τούρκων. Έτσι δόθηκε αμέσως κυριαρχικό δικαίωμα στους Τούρκους σε όλη την Μικρά Ασία, από αρχαιοτάτων χρόνων. Αυτή την θεωρία ανέλαβε να αναπτύξει και να διευρύνει η ιδρυθείσα το 1931, από τον Κεμάλ, «Τουρκική Ιστορική Εταιρία», (Turk Tarihi Korumu), η οποία το 1932 συγκάλεσε το πρώτο ιστορικό συνέδριο της Νέας Τουρκίας. Ο πρόεδρος του συνεδρίου αυτού, Τούρκος καθηγητής ιστορίας, Μεχμέτ Φουάτ Κιοπρουλού, της γνωστής μεγάλης οικογένειας των Κιοπρουλού, που έχει δώσει μια σειρά από βεζίρηδες στη Οθωμανική αυτοκρατορία, αλλά που η καταγωγή της δεν είναι τουρκική, (αλβανικής καταγωγής), επέκρινε με δριμύτητα τους δυτικούς που θεωρούσαν τους Τούρκους σαν βαρβάρους, μια αντίληψη, που όπως ανέφερε, έχει δημιουργηθεί στην Δύση μετά την πρώτη επαφή των δυτικών με τους Τούρκους δια των σταυροφοριών.
Η καινούργια ιστορική θέση που αναπτύχθηκε σε αυτό το συνέδριο, υποστήριζε ότι, «Οι Τούρκοι δεν είναι κάποια φυλή που έχει λιγότερη ιστορική άξια από άλλες αρχαίες φυλές, αλλά είναι μια φυλή που ανήκει στους Αρίους λαούς της Μικράς Ασίας». Μάλιστα επικαλέστηκαν τότε την μαρτυρία κάποιου Σταυροφόρου της πρώτης σταυροφορίας, ενός ανώνυμου Νορμανδού συγγραφέα, ο οποίος ανέφερε για τους μουσουλμάνους της Μικράς Ασίας ότι, «θα ήσαν η τελειότερη των φυλών αν μόνο ήσαν χριστιανοί». Στο ίδιο συνέδριο υποστηρίχθηκε η θεωρία ότι οι Τούρκοι ήταν κατ’ ευθεία απόγονοι των αρχαίων Τρώων, γι' αυτό και ο Μωάμεθ ο Πορθητής, (μια προσφιλή θεωρεία του Μωάμεθ, «Φατίχ», ήταν να υποστηρίζει ότι συγγενεύει με τους Τρώες), μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης, όταν είχε αλληλογραφία με την Ρώμη, είχε υποστηρίξει ότι οι Τούρκοι είναι συγγενείς με τους Ρωμαίους, καθώς από τους Τρώες που είχαν φύγει μετά την καταστροφή της Τροίας ιδρύθηκε το Λάτιο και η μετέπειτα Ρώμη, ενώ το σύμβολο της λύκαινας που ανατρέφει τους δυο ιδρυτές της Ρώμης, είναι ένα καθαρά τουρκικό εθνικό σύμβολο.
Οι βασικές θέσεις του σημαντικού αυτού ιστορικού συνεδρίου, όπως είχαν τότε δημοσιευτεί στην Τουρκία και οι οποίες έγιναν οι βάσεις της ιστορίας όπως διδάσκετε σήμερα σε όλη την χώρα ήταν οι εξής : α) Η ιστορία του τουρκικού έθνους όπως ήταν μέχρι σήμερα γνωστή, δεν περιορίζεται μόνο στην οθωμανική ιστορία. Η τουρκική ιστορία είναι πολύ παλαιότερη. Το έθνος που διέδωσε τον πολιτισμό σε όλα τα άλλα έθνη, είναι το τουρκικό. β) Η τουρκική φυλή δεν είναι κίτρινη, (σήμερα βεβαία έχουν αναπτυχτεί και οι απόψεις πολλών εθνικιστικών κέντρων που υποστηρίζουν την άμεση συγγένεια των Τούρκων με την κεντρική Ασία, δηλαδή με το τουρκομογγολικό κόσμο φτάνοντας στο σημείο να διεκδικήσουν τους Ουϊγούρους της Κίνας που ανήκουν στην κίτρινη φυλή). Οι Τούρκοι είναι λευκοί και βραχυκέφαλοι. «Εμείς που σήμερα διαφεντεύουμε την πατρίδα μας, είμαστε απόγονοι εκείνων που ίδρυσαν τον παλαιότερο πολιτισμό και οι οποίοι έφεραν το ίδιο όνομα με εμάς». γ) Οι Τούρκοι που μετέφεραν τον πολιτισμό στα μέρη όπου εγκαθίσταντο και οι οποίοι υπήρξαν οι πρώτοι θεμελιωτές του πολιτισμού στο Ιράκ, την Ανατολία, την Αίγυπτο και το Αιγαίο, κατάγονται και από την Κεντρική Ασία. «Εμείς οι σημερινοί Τούρκοι είμαστε απόγονοι Κεντροασιάτών», (για να μην ξεχνάμε και τις παντουρκικές θεωρίες).
.
Ο ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ
Όλα αυτά όμως τα «ιστορικά ευρήματα», ανατραπήκαν τα τελευταία χρόνια από τους ίδιους τους Τούρκους με πραγματικά εκπληκτικό τρόπο.
Στις 8 και 9 Δεκεμβρίου του 2005, ο γνωστός Τούρκος αρθογράφος της τουρκικής εφημερίδας Μιλιέτ, Χασάν Πουλούρ, έγραψε δυο άρθρα με τον πολύ χαρακτηριστικό τίτλο : «Türk kimdir ?» δηλαδή «Ποιος είναι Τούρκος ;». Τα εκπληκτικά αυτά άρθρα για πρώτη ίσως φορά στην μεγαλύτερη σε κυκλοφορία τουρκική εφημερίδα, έθεταν το ερώτημα αν είναι σωστό το περίφημο σλόγκαν του Κεμάλ Ατατούρκ, «Ne mutlu Türküm diyene», δηλαδή, «Τι ευτυχής να λέω πως είμαι Τούρκος» και το οποίο είναι το θεμέλιο της σημερινής τουρκικής εθνικής ταυτότητας. Ο Τούρκος αρθογράφος περίγραψε με πρωτοφανή ειλικρίνεια την δική του περίπτωση. Ανέφερε πως η μητέρα του ήταν από την πάλαι ποτέ ενωμένη Γιουγκοσλαβία και συγκεκριμένα από τα Σκόπια, ενώ ο πατέρας του είχε γεννηθεί στην Βουλγαρία. Μάλιστα θυμόνταν τα παιδικά του χρόνια, τότε που συζητούμε με την γιαγιά του και την ρωτούσε αν ήταν «Αρναούτισα», (δηλαδή αλβανικής καταγωγής) και το κυριότερο, αν ήταν μουσουλμάνα. Και οι αναμνήσεις του συνεχίζονταν με την παραδοχή της γιαγιάς του πως δεν ήταν ούτε Τουρκάλα, ούτε μουσουλμανικής καταγωγής, αλλά με τις αναστατώσεις των Βαλκανίων του περασμένο αιώνα αυτή και οι δικοί της έγιναν…Τούρκοι. Η γιαγιά του Χασάν Πουλούρ αρνούνταν πεισματικά να του πει ποια ήταν η προ μουσουλμανική της καταγωγή. Φυσικό ήταν ο Χασάν Πουλούρ μετά από τόσα χρόνια να αναρωτιέται τι είναι ο ίδιος και αν είναι πράγματι Τούρκος, σύμφωνα με τις γνωστές καθεστωτικές απόψεις.
Εδώ, παίρνοντας αφορμή την περίπτωση του Πουλούρ, θα πρέπει να τονίσουμε ότι όλη η διαδικασία της ιστορικής μεταστροφής του θρησκευτικού χαρακτήρα των Βαλκανίων και της Μικράς Ασίας, επειδή από την αρχική της δομή ήταν ατελής και συνάμα συχνά μόνο επιφανειακή, παρέμεινε μια σημαντική ιδιαιτερότητα που χαρακτήρισε το τουρκικό Ισλάμ, για να φτάσει στον εικοστό αιώνα και στα χρόνια μας, σα ένα μεγάλο αλλά και φυλετικό-θρησκευτικό πρόβλημα της ίδια της εθνικής ταυτότητας αυτού που καλούμε σήμερα τουρκικού λαού. Εδώ, σε αυτό το σημαντικό σημείο, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι η χαμένη θρησκευτικότητα της Μικράς Ασίας και το τίμημα της θρησκευτικής αποστασίας, πήραν την εκδίκηση τους, με το σημερινό πνευματικό αλλά και πραγματικό χάος της γειτονικής χώρας, που καλύπτετε επιδέξια χάρις ενός απολυταρχικού στρατοκρατικού μανδύα.
Πράγματι τα τελευταία χρόνια η αμφισβήτηση όλης αυτής της καθεστωτικής αντίληψης για την ταυτότητα του σημερνού Τούρκου έχει αρχίσει και παίρνει καταπληκτικές διαστάσεις, κάτι που σε άλλες δεκαετίες θα φαίνονταν εξωπραγματικό και το κυριότερο, εκδηλώνεται πλέον ανοιχτά σε όλα τα ΜΜΕ, όπως τύπος, τηλεόραση, στα πανεπιστήμια και σε σχετικά βιβλία.
.
ΔΗΜΟΣΙΑ ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗ
Στις 18 Σεπτεμβρίου του 2004, το μεγαλύτερο ειδησεογραφικό τουρκικό κανάλι, το NTV σε μια πολιτιστική εκπομπή, έθιξε για πρώτη φορά με τόσο ανοιχτό τρόπο το ιστορικό ερώτημα, πότε ήρθαν οι Τούρκοι στην Ανατολία ; Βέβαια το τουρκικό κανάλι δεν τόλμησε να αμφισβητήσει επίσημα τις κεμαλικές θεωρίες περί υπάρξεως των Τούρκων στην Μικρά Ασία από το… 2000 π. Χ, αλλά έθεσε πολλά ερωτήματα, όπως αυτά διατυπώνονται, (έτσι ανέφεραν στην εκπομπή), από την Ρωσική Ακαδημία και την «Τουρκική Ένωση Αρχαιολόγων» που αμφισβητούσαν την ιστορική παρουσία των Τούρκων στην περιοχή από μια τόσο αρχαία εποχή.
Τον επόμενο χρόνο άρχισε μια νέα συζήτηση με αφορμή των δράση των διαφόρων προτεσταντικών αμερικανικών αποστολών στην Τουρκία και τον προσηλυτισμό, που με μεγάλη επιτυχία σε πολλές περιπτώσεις, έκαναν στον τοπικό πληθυσμό. Τα τουρκικά ΜΜΕ έγραφαν τότε ότι οι περισσότεροι που προσηλυτίζονταν δεν έκαναν τίποτα άλλο παρά να επιστρέψουν στην πατρογονική τους θρησκεία, (τουρκική επιθεώρηση «Ακτουέλ», Φεβρουάριος του 2003). Το γεγονός αυτό προκάλεσε την ανησυχία πολλών παραγόντων του τουρκικού καθεστώτος, αναγκάζοντας τον ίδιο τον τότε υπουργό Εσωτερικών, Αμπντούλκαντίρ Ακσού, να βγει και να δηλώσει δημόσια, (τουρκική εφημερίδα Σαμπάχ, 22 Μαρτίου του 2003), ότι στα τελευταία εφτά χρόνια μόνο 344 άτομα άλλαξαν την θρησκεία τους και από μουσουλμάνοι έγιναν χριστιανοί. Αυτό όμως ήταν η αρχή μιας μεγάλης συζήτησης γύρω από την εθνική και την θρησκευτική ταυτότητα που άνοιξε από τότε και μέχρι σήμερα συνεχίζεται με πολλά ενδιαφέροντα επεισόδια.
Η συζήτηση αυτή συνεχίστηκε και τα επόμενα χρόνια και στις εφτά Δεκεμβρίου του 2005, η τουρκική εφημερίδα Ραντικάλ με ένα πρωτοσέλιδο άρθρο της φανέρωνε την έκταση που είχε πάρει το θέμα, αλλά και την αγωνία κάποιων καθεστωτικών παραγόντων που έβλεπαν να κλονίζεται όλο το οικοδόμημα της εθνικής τουρκικής ταυτότητας, που είχε οικοδομήσει με ομολογουμένως σκληρό τρόπο ο ιδρυτής της σύγχρονης Τουρκίας, Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ. Το δημοσίευμα είχε τον χαρακτηριστικό τίτλο, «Türkiye kimlik sorununu çözebilir mi ?», δηλαδή, « Μπορεί να επιλυθεί το πρόβλημα της τουρκικής ταυτότητας ;». Το αποκαλυπτικό αυτό άρθρο αναφέρονταν και αυτό στην κεμαλικη άποψη για την εντοπιότητα των Τούρκων, η οποία όμως έρχονταν σε πλήρη αντίθεση με τα αισθήματα αμφισβήτησης αλλά και ανασφάλειας των σημερινών κατοίκων της Τουρκίας. Την επόμενη μέρα ακριβώς, στην εφημερίδα Μιλιέτ ο πασίγνωστος Τούρκος δημοσιογράφος, Ταχά Ακγιόλ, γράφει ένα πολύ σημαντικό άρθρο με τον τίτλο, «Kimlik tartışması», δηλαδή « Η διένεξη για την Ταυτότητα». Ο Τούρκος αρθογράφος ανάφερε ότι το 1931 ο ιδρυτής της σύγχρονης Τουρκίας, Κεμάλ Ατατούρκ, είχε δώσει την εντολή να συνταχτεί κατά κάποιο τρόπο ένα πόνημα, που θα ξεκαθάριζε τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την σύνθεση της σημερινής τουρκικής ταυτότητας. Σήμερα, ομολόγησε ο Ακγιόλ, μετά από τόσα χρόνια, η αναφορά αυτή είχε αρχίσει να αμφισβητείτε και μάλιστα οι επιπτώσεις από μια τέτοια αμφισβήτηση έχουν και… οικονομικές διαστάσεις. Ο Ταχά Ακγιόλ έκανε μια περιληπτική ιστορική αναδρομή και αναφέρθηκε στην διάλυση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Το αποτέλεσμα αυτής της κατάρρευσης, όπως παραδέχτηκε, ήταν να σωρευτούν αρκετά ετερόκλητα στοιχεία που αποτελούν σήμερα τον κύριο κορμό της τουρκικής δημοκρατίας και έτσι δικαιολογούνται κάποιες «διαφοροποιήσεις», Αλλά το πιο σημαντικό σε αυτό το άρθρο ήταν πως για πρώτη φορά επισημαίνονταν ξεκάθαρα οι κίνδυνοι από την συνέχιση μιας τέτοιας συζήτησης. Ο Τούρκος δημοσιογράφος της Μιλιέτ, τόνισε πως μεγάλοι πολιτικοί όπως οι Ντεμιρέλ, Οζάλ και ο σημερινός Ντενίζ Μπαικάλ, είχαν επισημαίνει στο παρελθόν αλλά ακόμα και σήμερα, τον μεγάλο, ίσως και θανάσιμο κίνδυνο, που διατρέχει η ίδια η ύπαρξη της Τουρκίας και η συνοχή του τουρκικού κράτους, από την αναμόχλευση τέτοιων θεμάτων, τα οποία ούτως η άλλως σε παλαιοτέρας εποχές αποτελούσαν ταμπού για το τουρκικό καθεστώς. Ο Ταχα Ακγιόλ κατέληγε πως θα πρέπει να τονίζονταν όχι οι διασπάστηκες τάσεις, αλλά οι ενοποιητικοί παράγοντες που συνθέτουν την χώρα.
Το θέμα όμως είχε πάρει τέτοιες διαστάσεις που για πρώτη φορά στην σύγχρονη τουρκική ιστορία απασχόλησε και το Εθνικό Συμβούλιο που συνεδρίασε στις 28 Δεκεμβρίου του 2005. Σε αυτό το Εθνικό Συμβούλιο, (στο οποίο όπως είναι γνωστό συμμετέχει όλη η τουρκική στρατιωτική ιεραρχία), παρουσιάστηκε μια έκθεση από τον Τούρκο πρωθυπουργό Ταΐπ Ερντογάν, με τον τίτλο, «Ταυτότητα». Στην έκθεση αυτή αναφέρονταν οι κίνδυνοι που είχαν προκύψει τον τελευταίο καιρό από το άνοιγμα αυτής της συζήτησης. Στην αναφορά-έκθεση αυτή δίνονταν το παράδειγμα αρκετών ευρωπαϊκών χωρών όπου συμβιώνουν διαφορετικές εθνότητες χωρίς να υπάρχει πρόβλημα στην συνοχή του κράτους. Στη τουρκική περίπτωση όμως υπάρχει, (όπως τονίστηκε στο Εθνικό Συμβούλιο ), το «αγκάθι» της «κουρδικής τρομοκρατίας», (έτσι χαρακτηρίζετε το κουρδικό κίνημα του ΡΡΚ) και για τον λόγο αυτό τέτοιες διενέξεις δημιουργούν άμεσο κίνδυνο για την συνοχή της Τουρκίας. Για τον λόγω αυτό επισημάνθηκε, (δημοσίευμα της τουρκικής εφημερίδας Χουριέτ, στις 29 Δεκεμβρίου 2005) η μεγάλη ανησυχία του καθεστώτος και της κυβέρνησης για τις τυχόν αποσταθεροποιητικές τάσεις που θα μπορούσε να προκαλέσει αυτό το θέμα, Την επόμενη μέρα, δηλαδή τις 30 Δεκεμβρίου, στην ιδία τουρκική εφημερίδα επισημάνθηκε η ανάγκη επαναπροσδιορισμού της τουρκικής εθνικής ταυτότητας και της άμεσης σχέσης της με την θρησκευτική και γλωσσική ταυτότητα του σημερινού κατοίκου της Τουρκίας.
Το θέμα αφού ξεχάστηκε για μετρικούς μήνες επανήλθε με πολύ εντυπωσιακό τρόπο τον επόμενο χρόνο. Συγκεκριμένα στις 27 Νοεμβρίου του 2006, μια Τουρκάλα καθηγήτρια της ιστορίας, η Νεσέ Οκτέμ, σε μια συνέντευξη της στην εφημερίδα Ραντικάλ με τίτλο, «Osmanlı Müslüman olmuş Bizans’ tır», δηλαδή, «Οι Οθωμανοί που εξισλαμιστήκαν ήταν Βυζαντινοί, (Ρωμιοί)», έθιγε κατ’ ευθεία το ζήτημα της καταγωγής των σημερινών Τούρκων. Η συνέντευξη αυτή που ούτε λίγο ούτε πολύ παραδέχονταν πως οι σημερινοί Τούρκοι είναι απόγονοι Ρωμιών-βυζαντινών, προκάλεσε μεγάλη «τρικυμία» στα τουρκικά ΜΜΕ και όχι μόνο. Η Νεσέ Οκτέμ αναρωτιόνταν τι απέγιναν τα εκατομμύρια των Ρωμιών και Αρμενίων που ζούσανε επί αιώνες στην Μικρά Ασία πριν από την έλευση των Σελτζούκων και Οθωμανών. Και συνέχισε με άκρως αποκαλυπτικό τρόπο να εκθέτει τις απόψεις της, λέγοντας ότι το λιγότερο πέντε εκατομμύρια Ρωμιοί και Αρμένιοι υπήρχαν στην Μικρά Ασία οι οποίοι δεν ήταν δυνατόν να εξαφανιστούν. Μάλιστα έφτανε στο σημείο να ισχυριστεί πως ο πρόγονος της δεν ήταν ο Αττίλας, αλλά ο… Θαλής ο Μιλήσιος και ότι η καταγωγή της είναι από τους αρχαίους Έλληνες κατοίκους της Μικράς Ασίας. Η Τουρκάλα καθηγήτρια τάχτηκε και υπέρ της επαναλειτουργίας της θεολογικής Σχολής της Χάλκης, λέγοντας πως δεν νοείτε μια δημοκρατία που δεν επιτρέπει τις θρησκευτικές μειονότητες να ασκούν ελευθέρα τα θρησκευτικά τους καθήκοντα.
Το θέμα όπως αναφέραμε προκάλεσε θύελλα συζητήσεων και στις 10 Φεβρουαρίου η ίδια τουρκική εφημερίδα, η Ραντικάλ, που είχε φιλοξενήσει την συνέντευξη της Τουρκάλας καθηγήτριας και με αφορμή την δολοφονία του Αρμένιου δημοσιογράφου, Χρανκ Ντινκ, που είχε τότε συγκλονίσει την Τουρκία, έγραψε ένα άρθρο με τίτλο, «Türk kimliği derin krize», δηλαδή « Σε βαθειά κρίση η τουρκική ταυτότητα». Στο δημοσίευμα αυτό αναφέρονταν πως οι ίδιοι οι εθνικιστές με τις ενέργειες τους εντείνουν την μεγάλη κρίση που έχει προκύψει σχετικά με την τουρκική ταυτότητα και ότι η δολοφονία του Αρμένιου δημοσιογράφου και οι διαδηλώσεις που είχαν γίνει τότε με το σύνθημα, «Είμαστε όλοι Χρανκ Ντινκ» και «είμαστε όλοι Αρμένιοι», ήταν ένα φυσικό ξέσπασμα μιας καταπιεσμένης ταυτότητας που δεν είχε επί τόσες δεκαετίες την δυνατότητα να εκδηλωθεί.
.
Ο ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
Και φτάνουμε πρόσφατα, στις 8 Αυγούστου του 2007, οπότε και έχουμε κυριολεκτικά ένα σεισμό για το ίδιο θέμα, που κυριολεκτικά ταρακούνησε της σημερινή Τουρκία και τις καθεστωτικές της αντιλήψεις περί καταγωγής και εντοπιότητας των σημερινών Τούρκων. Ο γνωστός Τούρκος καθηγητής της ιστορίας, Γιουσούφ Χαλάτσογλου και πρόεδρος του «Ιδρύματος Τουρκικής Ιστορίας», γνωστός για τις κεμαλικές του απόψεις γεγονός που του έδινε μεγάλη εγκυρότητα, δήλωσε δημόσια σε μια ομιλία του πως το 1924 στην Μικρά Ασία, 130.000 χριστιανοί, κυρίως Αρμένιοι, για να παραμείνουν στις πατρίδες τους αναγκάστηκα να δηλώσουν πως είναι μουσουλμάνοι και μάλιστα Αλεβήτες, μια θρησκευτική ταυτότητα που τους έδινε τις δυνατότητες να διαφοροποιηθούν από το επίσημο σουνιτικό θρησκευτικό δόγμα. Η δήλωση αυτή και μάλιστα από ένα κεμαλιστή ιστορικό που είχε διακριθεί για τους αγώνες του εναντία στην αναγνώριση της αρμενικής γενοκτονίας, προκάλεσε πραγματικό σεισμό και έντονες αντιδράσεις από πολλούς καθεστωτικούς παράγοντες. Με τις δηλώσεις του αυτές ο ίδιος ο Χαλάτσογλου, κυριολεκτικά έδινε ένα καίριο χτύπημα σε όλο το οικοδόμημα της σημερινής τουρκικής ταυτότητας. Μάλιστα ο ίδιος είχε πεισμώσει σε τέτοιο βαθμό, που στη συνέχεια αποκάλυψε πως είχε τα πιστοποιητικά και τα ονόματα αυτών που υποκριθήκαν πως είχαν αλλάξει θρησκεία αλλά ήταν χριστιανοί, δεν τα δημοσιεύει όμως γιατί μια τέτοια ενέργεια, όπως το παραδέχτηκε χαρακτηριστικά, θα προκαλούσε εθνικό ψυχολογικό πρόβλημα καθώς θα αποκαλύπτονταν ότι χιλιάδες σημερινές οικογένειες έχουν χριστιανική καταγωγή. Αντιλαμβάνεται κανείς το τι επακολούθησε τις επόμενες μέρες. Πληθώρα άρθρων και γνωστοί δημοσιογράφοι, αρθογράφοι και ιστορικοί, άρχισαν μια δημόσια διένεξη σχετικά με τις αποκαλύψεις του Χαλάτσογλου, φέρνοντας στην φόρα και άλλες μικρές αποκαλύψεις, όπως ότι στην Καισάρεια, στην Γιοζγκάτη, στη Σεβάστεια, πολλοί σημαίνοντες μουσουλμάνοι είναι χριστιανικής καταγωγής.
Στις 22 Αυγούστου ο γνωστός μας αρθογράφος της Μιλιέτ, Ταχά Ακγιόλ, επανερχόμενος στο θέμα έγραφε πως θα πρέπει να χαμηλώσουν οι τόνοι στο σημαντικό αυτό θέμα και ότι δεν αποκλείετε κάποια Αλεβίτες, οι άλλοι μουσουλμάνοι να έχουν χριστιανική ρωμαίικη ή αρμενική καταγωγή. Παράλληλα ο Ταχά Ακγιόλ πρόσθετε ότι ο Χαλάτσογλου έκανε τις δηλώσεις του θέλοντας κυρίως να τονίσει πως οι σημερινοί Κούρδοι της Ανατολίας έχουν τουρκμενική καταγωγή και συνεπώς δεν θα υπάρχει κουρδικό πρόβλημα, αν δοθεί η δυνατότητα να εκλεχθεί η καταγωγή των κουρδικών φυλών της νοτιοανατολικής Τουρκίας. Μετέφερε δηλαδή με πολύ έξυπνο τρόπο το θέμα στο κουρδικό πρόβλημα, που είναι και το μεγαλύτερο όπως αναφέραμε «αγκάθι» σήμερα για την συνοχή και την ύπαρξη της Τουρκίας, με πρόδηλο σκοπό να ακυρώσει την κουρδική καταγωγή των Κούρδων της Τουρκίας.
Δημοσιογράφου – Συγγραφέα – Τουρκολόγου
.
Η σημερινή Τουρκία, αυτόπροσδιορίζεται επίσημα σαν μια ισλαμική, σουνιτικού δόγματος τουρκική χώρα. Και όμως, η ταυτότητα αυτής της χώρας και ως προς το θρήσκευμα, αλλά και ως προς τον εθνικό προσδιορισμό, φαίνεται πως είναι μια πολύ μπερδεμένη υπόθεση. Άλλωστε αυτό γίνεται αντιληπτό σε κάθε έμπειρο παρατηρητή, όταν επισκέπτεται και γυρίζει στις πόλεις και τα χωριά της Μικράς Ασίας και της ανατολική Θράκης. Ένα αδιόρατο ελληνοχριστιανικό υπόβαθρο, ακόμα και σήμερα, μετά από πολλές δεκαετίες από την ανταλλαγή των πληθυσμών, εμφανίζεται με απροσδόκητο τρόπο σε πολλές περιοχές και σε πολλές περιπτώσεις είναι φανερό και εκδηλώνετε με διάφορους τρόπους. Αλλά και σε σφαιρικό επίπεδο, τα τελευταία χρόνια μια έκδηλη κρίση ταυτότητας έχει αρχίσει να εκδηλώνεται με πολλούς τρόπους, όπως θα δούμε σε αυτό το άρθρο, ανατρέποντας πολλά σταθερά δεδομένα από την ίδρυση της σύγχρονης τουρκικής δημοκρατίας, με άγνωστες προ το παρών συνέπειες σε όλη την ευρύτερη περιοχή.
Χαρακτηριστικό είναι το τηλεοπτικό πεδίο όπου εκφράζετε με εμφανή τρόπο η εξέλιξη αυτή, καθώς και η αφύπνιση πολλών μειονοτικών ομάδων που ζητάνε όλο και πιο έντονα την πολιτιστική τους τουλάχιστον διαφοροποίηση και επίσημη αναγνώριση. Έτσι τα τελευταία χρόνια έχουν ξεφυτρώστε περί τα πέντε δορυφορικά κανάλια από τον τουρκικό Πόντο, που δεν χάνουν την ευκαιρία να τονίζουν συνεχώς την ιδιαίτερη πολιτιστική ταυτότητα της περιοχής. Τηλεοπτικά κανάλια των Αλεβιτών που παρουσιάζουν την ιδιαιτερότητα της μεγάλης αυτής θρησκευτικής μειονότητας και μάλιστα φτάνουν και στο σημείο να προβάλλουν θρησκευτικές τελετές των Αλεβιτών, που δεν έχουν καμία σχέση με το επίσημο Ισλάμ. Κανάλια της περιοχής του Αιγαίου, της νοτιοανατολικής Τουρκίας, που αναδεικνύουν τις ιδιαιτερότητες της περιοχής τους αλλά και φονταμελιστικά φιλοαραβικά ισλαμικά κανάλια, διαγράφουν ένα πολύπλοκο τηλεοπτικό τοπίο. Βεβαία θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι όλο αυτό περίγραμμα είναι δείγμα πλουραλισμού, αλλά για όσους γνωρίζουν τα τουρκικά πράγματα πολύ απέχει από την πραγματικότητα ένας τέτοιος ισχυρισμός καθώς το καθεστώς που «σκιάζει» και ελέγχει αυστηρά τα πάντα, δεν διστάζει να προχωρεί ακόμα και με συχνό κλείσιμο διαφόρων τηλεοπτικών σταθμών για προσβολή της τουρκικότητας.
Σύμφωνα με τον γνωστό Άγγλο ιστορικό – Τουρκολόγο, Bernard Lewis, έναν από τους μεγαλύτερους ερευνητές τής Μέσης Ανατολής, «Οι Τουρκόφωνοι, όταν ήρθαν από την ανατολή στην Μικρά Ασία τον 11ο αιώνα μ.Χ. συνάντησαν έναν εγχώριο πληθυσμό με προϊστορία 2.000 χρόνων. Αυτός ο εγχώριος πληθυσμός, ελληνόφωνος, ελληνοπρεπής και χριστιανικός ορθόδοξος στην μεγάλη του πλειοψηφεία, ούτε εξολοθρεύτηκε, αλλά ούτε και εξαφανίστηκε». Άρα το ερώτημα που τίθεται για άλλη μια φορά, είναι τι απέγινε αυτός ο πληθυσμός με πολιτιστικό επίπεδο σίγουρα πολύ ανώτερο των τουρκόφωνων νομάδων. Η πρώτη και πιο λογική απάντηση που μπορεί να δώσει κανείς σε αυτό το ερώτημα, είναι ότι αφού δεν εξαφανίστηκε, άλλωστε κάτι τέτοιο ήταν πολύ δύσκολο, αλλαξοπίστησε και σταδιακά εντάχτηκε σε αυτό που λέμε σήμερα Τουρκία.
Σύμφωνα με όλα τα διαθέσιμα ιστορικά στοιχεία, οι λαοί της Ανατολίας, (Μικράς Ασίας), είχαν δικούς τους γνήσιους πολιτισμούς και γλώσσες, ενώ το κυρίαρχο στοιχειό ήταν η ελληνική πολιτιστική ταυτότητα . Μέχρι το 300 μ.Χ. υπήρχαν ακόμα πληθυσμοί που μιλούσαν εκτός από τα ελληνικά, φρυγικά, έως το 400 μ.Χ,. καππαδοκικά και γοτθικά-γαλατικά και έως το 500 μ.Χ. νέοφρυγικά. Οι γλώσσες αυτές όμως επειδή δεν ήταν γραπτές σταδιακά εξαφανίστηκαν. Σήμερα οι γλωσσολόγοι συναντάνε ακόμα σε διαλέκτους που ομιλούντο έως πρόσφατα στην Ανατολία, λέξεις και επιδράσεις απ' αυτές τις γλώσσες. Παράλληλα τα ελληνικά, που ήταν, όπως αναφέραμε, η κυρίαρχη μορφή γλωσσικής επικοινωνίας σε όλη την Ανατολία, έστω και σε μορφή διαλέκτων, όπως τα ποντιακά, επέζησαν μέχρι σήμερα.
Αυτά τα ίχνη των εξαφανισμένων γλωσσών μαρτυρούν μια πολιτισμική κληρονομιά η οποία σίγουρα δεν έχει καμία σχέση με την τουρκομογγολική ταυτότητα. Η κληρονομιά αυτή έχει διατηρήσει την ύπαρξή της εδώ και χιλιάδες χρόνια από γενιά σε γενιά. Αυτήν όμως την μεγάλη πολιτιστική κληρονομιά, σήμερα, η σύγχρονη Τουρκία, όχι μόνο την έχει αρνηθεί, αλλά προχώρησε σε μια καταπληκτική διαστρέβλωση κάθε έγνοιας της ιστορικής ταυτότητας της Μικράς Ασίας. Ο αυτουργός αυτής της διαδικασίας αλλαγών όλων των ιστορικών δεδομένων, η αναγνώριση των οποίων θα έχει καταλυτικές συνέπιες γι' αυτό που αποκαλούμε σήμερα Τουρκική Δημοκρατία, είναι ο ίδιος ο ιδρυτής της Τουρκικής Δημοκρατίας, ο δημιουργός της τουρκικής εθνικής συνείδησης, ο Μουσταφά Κεμάλ, αγνώστου καταγωγής, αφού πολλοί έχουν υποστηρίξει ότι ήταν Ντονμές, δηλαδή εξισλαμισμένος Εβραίος της περιοχής της Θεσσαλονίκης.
.
Ο ΚΕΜΑΛ
Το 1925 κατόπιν εντολής του Κεμάλ ένας μελετητής των ιστορικών ανησυχιών του, συνέταξε ένα κατάλογο των βασικών ιστορικών ερωτημάτων που απασχολούσαν εκείνη την περίοδο τον Τούρκο ηγέτη. Τα ερωτήματα αυτά, ( και συνάμα αρχή των ιστορικών του θέσεων), στα οποία θα απαντούσε με τον δικό της τρόπο η κεμαλική ιστορία αγνοώντας όλη την ιστορική πραγματικότητα της περιοχής, ήταν τα εξής : α) Ποιοι ήταν οι παλαιότεροι αυτόχθονες κάτοικοι της σημερινής Τουρκίας ; β) Πως και από ποιους δημιουργήθηκε ο πρώτος πολιτισμός στην Τουρκία ; γ) Ποια είναι η θέση της Τουρκίας στην παγκόσμια ιστορία και στον παγκόσμιο πολιτισμό ; δ) Η ίδρυση κράτους στην Ανατολία από μια τουρκική φυλή, (τους Οθωμανούς και όχι τους Σελτζούκους ), αποτελεί ένα ιστορικό μύθο. Στην περίπτωση αυτή πρέπει να βρεθεί μια άλλη ερμηνεία για στον σχηματισμό τους κράτους αυτού. Ποια είναι η σωστή ερμηνεία; ε) Ποια είναι η αληθινή ταυτότητα τις ισλαμικής θεωρίας και ποιος ήταν ο ρόλος των Τούρκων σε αυτή ; Πάνω λοιπόν σε αυτά τα πέντε βασικά ερωτήματα κινήθηκε έκτοτε όλη η καινούργια κεμαλική «κοσμοϊστορική» θεωρεία.
Το 1928 ο Κεμάλ κάλεσε τους ιστορικούς του να εδραιώσουν την θεωρεία περί της προελεύσεως των Τούρκων και της συνέχειας της παρουσίας του τουρκικού έθνους στην Μικρά Ασία από αρχαιοτάτων χρόνων. Επιδίωξη του ήταν να δώσει ιστορικό χαρακτήρα στην εθνική συνείδηση, που μόλις είχε δημιουργήσει, σαν το βασικό θεμέλιο της νέας τουρκικής Δημοκρατίας, ένα πολύμορφο και με αδύναμη συνοχή καινούργιο κράτος. Κατ’ αρχή, από τους εντεταλμένους ιστορικούς του Κεμάλ, γεννήθηκε η «Χιττική θεωρία», δηλαδή η θεωρεία που υποστήριζε ότι οι Χιττίτες ήταν οι πρώτοι πρόγονοι των Τούρκων. Έτσι δόθηκε αμέσως κυριαρχικό δικαίωμα στους Τούρκους σε όλη την Μικρά Ασία, από αρχαιοτάτων χρόνων. Αυτή την θεωρία ανέλαβε να αναπτύξει και να διευρύνει η ιδρυθείσα το 1931, από τον Κεμάλ, «Τουρκική Ιστορική Εταιρία», (Turk Tarihi Korumu), η οποία το 1932 συγκάλεσε το πρώτο ιστορικό συνέδριο της Νέας Τουρκίας. Ο πρόεδρος του συνεδρίου αυτού, Τούρκος καθηγητής ιστορίας, Μεχμέτ Φουάτ Κιοπρουλού, της γνωστής μεγάλης οικογένειας των Κιοπρουλού, που έχει δώσει μια σειρά από βεζίρηδες στη Οθωμανική αυτοκρατορία, αλλά που η καταγωγή της δεν είναι τουρκική, (αλβανικής καταγωγής), επέκρινε με δριμύτητα τους δυτικούς που θεωρούσαν τους Τούρκους σαν βαρβάρους, μια αντίληψη, που όπως ανέφερε, έχει δημιουργηθεί στην Δύση μετά την πρώτη επαφή των δυτικών με τους Τούρκους δια των σταυροφοριών.
Η καινούργια ιστορική θέση που αναπτύχθηκε σε αυτό το συνέδριο, υποστήριζε ότι, «Οι Τούρκοι δεν είναι κάποια φυλή που έχει λιγότερη ιστορική άξια από άλλες αρχαίες φυλές, αλλά είναι μια φυλή που ανήκει στους Αρίους λαούς της Μικράς Ασίας». Μάλιστα επικαλέστηκαν τότε την μαρτυρία κάποιου Σταυροφόρου της πρώτης σταυροφορίας, ενός ανώνυμου Νορμανδού συγγραφέα, ο οποίος ανέφερε για τους μουσουλμάνους της Μικράς Ασίας ότι, «θα ήσαν η τελειότερη των φυλών αν μόνο ήσαν χριστιανοί». Στο ίδιο συνέδριο υποστηρίχθηκε η θεωρία ότι οι Τούρκοι ήταν κατ’ ευθεία απόγονοι των αρχαίων Τρώων, γι' αυτό και ο Μωάμεθ ο Πορθητής, (μια προσφιλή θεωρεία του Μωάμεθ, «Φατίχ», ήταν να υποστηρίζει ότι συγγενεύει με τους Τρώες), μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης, όταν είχε αλληλογραφία με την Ρώμη, είχε υποστηρίξει ότι οι Τούρκοι είναι συγγενείς με τους Ρωμαίους, καθώς από τους Τρώες που είχαν φύγει μετά την καταστροφή της Τροίας ιδρύθηκε το Λάτιο και η μετέπειτα Ρώμη, ενώ το σύμβολο της λύκαινας που ανατρέφει τους δυο ιδρυτές της Ρώμης, είναι ένα καθαρά τουρκικό εθνικό σύμβολο.
Οι βασικές θέσεις του σημαντικού αυτού ιστορικού συνεδρίου, όπως είχαν τότε δημοσιευτεί στην Τουρκία και οι οποίες έγιναν οι βάσεις της ιστορίας όπως διδάσκετε σήμερα σε όλη την χώρα ήταν οι εξής : α) Η ιστορία του τουρκικού έθνους όπως ήταν μέχρι σήμερα γνωστή, δεν περιορίζεται μόνο στην οθωμανική ιστορία. Η τουρκική ιστορία είναι πολύ παλαιότερη. Το έθνος που διέδωσε τον πολιτισμό σε όλα τα άλλα έθνη, είναι το τουρκικό. β) Η τουρκική φυλή δεν είναι κίτρινη, (σήμερα βεβαία έχουν αναπτυχτεί και οι απόψεις πολλών εθνικιστικών κέντρων που υποστηρίζουν την άμεση συγγένεια των Τούρκων με την κεντρική Ασία, δηλαδή με το τουρκομογγολικό κόσμο φτάνοντας στο σημείο να διεκδικήσουν τους Ουϊγούρους της Κίνας που ανήκουν στην κίτρινη φυλή). Οι Τούρκοι είναι λευκοί και βραχυκέφαλοι. «Εμείς που σήμερα διαφεντεύουμε την πατρίδα μας, είμαστε απόγονοι εκείνων που ίδρυσαν τον παλαιότερο πολιτισμό και οι οποίοι έφεραν το ίδιο όνομα με εμάς». γ) Οι Τούρκοι που μετέφεραν τον πολιτισμό στα μέρη όπου εγκαθίσταντο και οι οποίοι υπήρξαν οι πρώτοι θεμελιωτές του πολιτισμού στο Ιράκ, την Ανατολία, την Αίγυπτο και το Αιγαίο, κατάγονται και από την Κεντρική Ασία. «Εμείς οι σημερινοί Τούρκοι είμαστε απόγονοι Κεντροασιάτών», (για να μην ξεχνάμε και τις παντουρκικές θεωρίες).
.
Ο ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ
Όλα αυτά όμως τα «ιστορικά ευρήματα», ανατραπήκαν τα τελευταία χρόνια από τους ίδιους τους Τούρκους με πραγματικά εκπληκτικό τρόπο.
Στις 8 και 9 Δεκεμβρίου του 2005, ο γνωστός Τούρκος αρθογράφος της τουρκικής εφημερίδας Μιλιέτ, Χασάν Πουλούρ, έγραψε δυο άρθρα με τον πολύ χαρακτηριστικό τίτλο : «Türk kimdir ?» δηλαδή «Ποιος είναι Τούρκος ;». Τα εκπληκτικά αυτά άρθρα για πρώτη ίσως φορά στην μεγαλύτερη σε κυκλοφορία τουρκική εφημερίδα, έθεταν το ερώτημα αν είναι σωστό το περίφημο σλόγκαν του Κεμάλ Ατατούρκ, «Ne mutlu Türküm diyene», δηλαδή, «Τι ευτυχής να λέω πως είμαι Τούρκος» και το οποίο είναι το θεμέλιο της σημερινής τουρκικής εθνικής ταυτότητας. Ο Τούρκος αρθογράφος περίγραψε με πρωτοφανή ειλικρίνεια την δική του περίπτωση. Ανέφερε πως η μητέρα του ήταν από την πάλαι ποτέ ενωμένη Γιουγκοσλαβία και συγκεκριμένα από τα Σκόπια, ενώ ο πατέρας του είχε γεννηθεί στην Βουλγαρία. Μάλιστα θυμόνταν τα παιδικά του χρόνια, τότε που συζητούμε με την γιαγιά του και την ρωτούσε αν ήταν «Αρναούτισα», (δηλαδή αλβανικής καταγωγής) και το κυριότερο, αν ήταν μουσουλμάνα. Και οι αναμνήσεις του συνεχίζονταν με την παραδοχή της γιαγιάς του πως δεν ήταν ούτε Τουρκάλα, ούτε μουσουλμανικής καταγωγής, αλλά με τις αναστατώσεις των Βαλκανίων του περασμένο αιώνα αυτή και οι δικοί της έγιναν…Τούρκοι. Η γιαγιά του Χασάν Πουλούρ αρνούνταν πεισματικά να του πει ποια ήταν η προ μουσουλμανική της καταγωγή. Φυσικό ήταν ο Χασάν Πουλούρ μετά από τόσα χρόνια να αναρωτιέται τι είναι ο ίδιος και αν είναι πράγματι Τούρκος, σύμφωνα με τις γνωστές καθεστωτικές απόψεις.
Εδώ, παίρνοντας αφορμή την περίπτωση του Πουλούρ, θα πρέπει να τονίσουμε ότι όλη η διαδικασία της ιστορικής μεταστροφής του θρησκευτικού χαρακτήρα των Βαλκανίων και της Μικράς Ασίας, επειδή από την αρχική της δομή ήταν ατελής και συνάμα συχνά μόνο επιφανειακή, παρέμεινε μια σημαντική ιδιαιτερότητα που χαρακτήρισε το τουρκικό Ισλάμ, για να φτάσει στον εικοστό αιώνα και στα χρόνια μας, σα ένα μεγάλο αλλά και φυλετικό-θρησκευτικό πρόβλημα της ίδια της εθνικής ταυτότητας αυτού που καλούμε σήμερα τουρκικού λαού. Εδώ, σε αυτό το σημαντικό σημείο, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι η χαμένη θρησκευτικότητα της Μικράς Ασίας και το τίμημα της θρησκευτικής αποστασίας, πήραν την εκδίκηση τους, με το σημερινό πνευματικό αλλά και πραγματικό χάος της γειτονικής χώρας, που καλύπτετε επιδέξια χάρις ενός απολυταρχικού στρατοκρατικού μανδύα.
Πράγματι τα τελευταία χρόνια η αμφισβήτηση όλης αυτής της καθεστωτικής αντίληψης για την ταυτότητα του σημερνού Τούρκου έχει αρχίσει και παίρνει καταπληκτικές διαστάσεις, κάτι που σε άλλες δεκαετίες θα φαίνονταν εξωπραγματικό και το κυριότερο, εκδηλώνεται πλέον ανοιχτά σε όλα τα ΜΜΕ, όπως τύπος, τηλεόραση, στα πανεπιστήμια και σε σχετικά βιβλία.
.
ΔΗΜΟΣΙΑ ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗ
Στις 18 Σεπτεμβρίου του 2004, το μεγαλύτερο ειδησεογραφικό τουρκικό κανάλι, το NTV σε μια πολιτιστική εκπομπή, έθιξε για πρώτη φορά με τόσο ανοιχτό τρόπο το ιστορικό ερώτημα, πότε ήρθαν οι Τούρκοι στην Ανατολία ; Βέβαια το τουρκικό κανάλι δεν τόλμησε να αμφισβητήσει επίσημα τις κεμαλικές θεωρίες περί υπάρξεως των Τούρκων στην Μικρά Ασία από το… 2000 π. Χ, αλλά έθεσε πολλά ερωτήματα, όπως αυτά διατυπώνονται, (έτσι ανέφεραν στην εκπομπή), από την Ρωσική Ακαδημία και την «Τουρκική Ένωση Αρχαιολόγων» που αμφισβητούσαν την ιστορική παρουσία των Τούρκων στην περιοχή από μια τόσο αρχαία εποχή.
Τον επόμενο χρόνο άρχισε μια νέα συζήτηση με αφορμή των δράση των διαφόρων προτεσταντικών αμερικανικών αποστολών στην Τουρκία και τον προσηλυτισμό, που με μεγάλη επιτυχία σε πολλές περιπτώσεις, έκαναν στον τοπικό πληθυσμό. Τα τουρκικά ΜΜΕ έγραφαν τότε ότι οι περισσότεροι που προσηλυτίζονταν δεν έκαναν τίποτα άλλο παρά να επιστρέψουν στην πατρογονική τους θρησκεία, (τουρκική επιθεώρηση «Ακτουέλ», Φεβρουάριος του 2003). Το γεγονός αυτό προκάλεσε την ανησυχία πολλών παραγόντων του τουρκικού καθεστώτος, αναγκάζοντας τον ίδιο τον τότε υπουργό Εσωτερικών, Αμπντούλκαντίρ Ακσού, να βγει και να δηλώσει δημόσια, (τουρκική εφημερίδα Σαμπάχ, 22 Μαρτίου του 2003), ότι στα τελευταία εφτά χρόνια μόνο 344 άτομα άλλαξαν την θρησκεία τους και από μουσουλμάνοι έγιναν χριστιανοί. Αυτό όμως ήταν η αρχή μιας μεγάλης συζήτησης γύρω από την εθνική και την θρησκευτική ταυτότητα που άνοιξε από τότε και μέχρι σήμερα συνεχίζεται με πολλά ενδιαφέροντα επεισόδια.
Η συζήτηση αυτή συνεχίστηκε και τα επόμενα χρόνια και στις εφτά Δεκεμβρίου του 2005, η τουρκική εφημερίδα Ραντικάλ με ένα πρωτοσέλιδο άρθρο της φανέρωνε την έκταση που είχε πάρει το θέμα, αλλά και την αγωνία κάποιων καθεστωτικών παραγόντων που έβλεπαν να κλονίζεται όλο το οικοδόμημα της εθνικής τουρκικής ταυτότητας, που είχε οικοδομήσει με ομολογουμένως σκληρό τρόπο ο ιδρυτής της σύγχρονης Τουρκίας, Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ. Το δημοσίευμα είχε τον χαρακτηριστικό τίτλο, «Türkiye kimlik sorununu çözebilir mi ?», δηλαδή, « Μπορεί να επιλυθεί το πρόβλημα της τουρκικής ταυτότητας ;». Το αποκαλυπτικό αυτό άρθρο αναφέρονταν και αυτό στην κεμαλικη άποψη για την εντοπιότητα των Τούρκων, η οποία όμως έρχονταν σε πλήρη αντίθεση με τα αισθήματα αμφισβήτησης αλλά και ανασφάλειας των σημερινών κατοίκων της Τουρκίας. Την επόμενη μέρα ακριβώς, στην εφημερίδα Μιλιέτ ο πασίγνωστος Τούρκος δημοσιογράφος, Ταχά Ακγιόλ, γράφει ένα πολύ σημαντικό άρθρο με τον τίτλο, «Kimlik tartışması», δηλαδή « Η διένεξη για την Ταυτότητα». Ο Τούρκος αρθογράφος ανάφερε ότι το 1931 ο ιδρυτής της σύγχρονης Τουρκίας, Κεμάλ Ατατούρκ, είχε δώσει την εντολή να συνταχτεί κατά κάποιο τρόπο ένα πόνημα, που θα ξεκαθάριζε τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την σύνθεση της σημερινής τουρκικής ταυτότητας. Σήμερα, ομολόγησε ο Ακγιόλ, μετά από τόσα χρόνια, η αναφορά αυτή είχε αρχίσει να αμφισβητείτε και μάλιστα οι επιπτώσεις από μια τέτοια αμφισβήτηση έχουν και… οικονομικές διαστάσεις. Ο Ταχά Ακγιόλ έκανε μια περιληπτική ιστορική αναδρομή και αναφέρθηκε στην διάλυση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Το αποτέλεσμα αυτής της κατάρρευσης, όπως παραδέχτηκε, ήταν να σωρευτούν αρκετά ετερόκλητα στοιχεία που αποτελούν σήμερα τον κύριο κορμό της τουρκικής δημοκρατίας και έτσι δικαιολογούνται κάποιες «διαφοροποιήσεις», Αλλά το πιο σημαντικό σε αυτό το άρθρο ήταν πως για πρώτη φορά επισημαίνονταν ξεκάθαρα οι κίνδυνοι από την συνέχιση μιας τέτοιας συζήτησης. Ο Τούρκος δημοσιογράφος της Μιλιέτ, τόνισε πως μεγάλοι πολιτικοί όπως οι Ντεμιρέλ, Οζάλ και ο σημερινός Ντενίζ Μπαικάλ, είχαν επισημαίνει στο παρελθόν αλλά ακόμα και σήμερα, τον μεγάλο, ίσως και θανάσιμο κίνδυνο, που διατρέχει η ίδια η ύπαρξη της Τουρκίας και η συνοχή του τουρκικού κράτους, από την αναμόχλευση τέτοιων θεμάτων, τα οποία ούτως η άλλως σε παλαιοτέρας εποχές αποτελούσαν ταμπού για το τουρκικό καθεστώς. Ο Ταχα Ακγιόλ κατέληγε πως θα πρέπει να τονίζονταν όχι οι διασπάστηκες τάσεις, αλλά οι ενοποιητικοί παράγοντες που συνθέτουν την χώρα.
Το θέμα όμως είχε πάρει τέτοιες διαστάσεις που για πρώτη φορά στην σύγχρονη τουρκική ιστορία απασχόλησε και το Εθνικό Συμβούλιο που συνεδρίασε στις 28 Δεκεμβρίου του 2005. Σε αυτό το Εθνικό Συμβούλιο, (στο οποίο όπως είναι γνωστό συμμετέχει όλη η τουρκική στρατιωτική ιεραρχία), παρουσιάστηκε μια έκθεση από τον Τούρκο πρωθυπουργό Ταΐπ Ερντογάν, με τον τίτλο, «Ταυτότητα». Στην έκθεση αυτή αναφέρονταν οι κίνδυνοι που είχαν προκύψει τον τελευταίο καιρό από το άνοιγμα αυτής της συζήτησης. Στην αναφορά-έκθεση αυτή δίνονταν το παράδειγμα αρκετών ευρωπαϊκών χωρών όπου συμβιώνουν διαφορετικές εθνότητες χωρίς να υπάρχει πρόβλημα στην συνοχή του κράτους. Στη τουρκική περίπτωση όμως υπάρχει, (όπως τονίστηκε στο Εθνικό Συμβούλιο ), το «αγκάθι» της «κουρδικής τρομοκρατίας», (έτσι χαρακτηρίζετε το κουρδικό κίνημα του ΡΡΚ) και για τον λόγο αυτό τέτοιες διενέξεις δημιουργούν άμεσο κίνδυνο για την συνοχή της Τουρκίας. Για τον λόγω αυτό επισημάνθηκε, (δημοσίευμα της τουρκικής εφημερίδας Χουριέτ, στις 29 Δεκεμβρίου 2005) η μεγάλη ανησυχία του καθεστώτος και της κυβέρνησης για τις τυχόν αποσταθεροποιητικές τάσεις που θα μπορούσε να προκαλέσει αυτό το θέμα, Την επόμενη μέρα, δηλαδή τις 30 Δεκεμβρίου, στην ιδία τουρκική εφημερίδα επισημάνθηκε η ανάγκη επαναπροσδιορισμού της τουρκικής εθνικής ταυτότητας και της άμεσης σχέσης της με την θρησκευτική και γλωσσική ταυτότητα του σημερινού κατοίκου της Τουρκίας.
Το θέμα αφού ξεχάστηκε για μετρικούς μήνες επανήλθε με πολύ εντυπωσιακό τρόπο τον επόμενο χρόνο. Συγκεκριμένα στις 27 Νοεμβρίου του 2006, μια Τουρκάλα καθηγήτρια της ιστορίας, η Νεσέ Οκτέμ, σε μια συνέντευξη της στην εφημερίδα Ραντικάλ με τίτλο, «Osmanlı Müslüman olmuş Bizans’ tır», δηλαδή, «Οι Οθωμανοί που εξισλαμιστήκαν ήταν Βυζαντινοί, (Ρωμιοί)», έθιγε κατ’ ευθεία το ζήτημα της καταγωγής των σημερινών Τούρκων. Η συνέντευξη αυτή που ούτε λίγο ούτε πολύ παραδέχονταν πως οι σημερινοί Τούρκοι είναι απόγονοι Ρωμιών-βυζαντινών, προκάλεσε μεγάλη «τρικυμία» στα τουρκικά ΜΜΕ και όχι μόνο. Η Νεσέ Οκτέμ αναρωτιόνταν τι απέγιναν τα εκατομμύρια των Ρωμιών και Αρμενίων που ζούσανε επί αιώνες στην Μικρά Ασία πριν από την έλευση των Σελτζούκων και Οθωμανών. Και συνέχισε με άκρως αποκαλυπτικό τρόπο να εκθέτει τις απόψεις της, λέγοντας ότι το λιγότερο πέντε εκατομμύρια Ρωμιοί και Αρμένιοι υπήρχαν στην Μικρά Ασία οι οποίοι δεν ήταν δυνατόν να εξαφανιστούν. Μάλιστα έφτανε στο σημείο να ισχυριστεί πως ο πρόγονος της δεν ήταν ο Αττίλας, αλλά ο… Θαλής ο Μιλήσιος και ότι η καταγωγή της είναι από τους αρχαίους Έλληνες κατοίκους της Μικράς Ασίας. Η Τουρκάλα καθηγήτρια τάχτηκε και υπέρ της επαναλειτουργίας της θεολογικής Σχολής της Χάλκης, λέγοντας πως δεν νοείτε μια δημοκρατία που δεν επιτρέπει τις θρησκευτικές μειονότητες να ασκούν ελευθέρα τα θρησκευτικά τους καθήκοντα.
Το θέμα όπως αναφέραμε προκάλεσε θύελλα συζητήσεων και στις 10 Φεβρουαρίου η ίδια τουρκική εφημερίδα, η Ραντικάλ, που είχε φιλοξενήσει την συνέντευξη της Τουρκάλας καθηγήτριας και με αφορμή την δολοφονία του Αρμένιου δημοσιογράφου, Χρανκ Ντινκ, που είχε τότε συγκλονίσει την Τουρκία, έγραψε ένα άρθρο με τίτλο, «Türk kimliği derin krize», δηλαδή « Σε βαθειά κρίση η τουρκική ταυτότητα». Στο δημοσίευμα αυτό αναφέρονταν πως οι ίδιοι οι εθνικιστές με τις ενέργειες τους εντείνουν την μεγάλη κρίση που έχει προκύψει σχετικά με την τουρκική ταυτότητα και ότι η δολοφονία του Αρμένιου δημοσιογράφου και οι διαδηλώσεις που είχαν γίνει τότε με το σύνθημα, «Είμαστε όλοι Χρανκ Ντινκ» και «είμαστε όλοι Αρμένιοι», ήταν ένα φυσικό ξέσπασμα μιας καταπιεσμένης ταυτότητας που δεν είχε επί τόσες δεκαετίες την δυνατότητα να εκδηλωθεί.
.
Ο ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
Και φτάνουμε πρόσφατα, στις 8 Αυγούστου του 2007, οπότε και έχουμε κυριολεκτικά ένα σεισμό για το ίδιο θέμα, που κυριολεκτικά ταρακούνησε της σημερινή Τουρκία και τις καθεστωτικές της αντιλήψεις περί καταγωγής και εντοπιότητας των σημερινών Τούρκων. Ο γνωστός Τούρκος καθηγητής της ιστορίας, Γιουσούφ Χαλάτσογλου και πρόεδρος του «Ιδρύματος Τουρκικής Ιστορίας», γνωστός για τις κεμαλικές του απόψεις γεγονός που του έδινε μεγάλη εγκυρότητα, δήλωσε δημόσια σε μια ομιλία του πως το 1924 στην Μικρά Ασία, 130.000 χριστιανοί, κυρίως Αρμένιοι, για να παραμείνουν στις πατρίδες τους αναγκάστηκα να δηλώσουν πως είναι μουσουλμάνοι και μάλιστα Αλεβήτες, μια θρησκευτική ταυτότητα που τους έδινε τις δυνατότητες να διαφοροποιηθούν από το επίσημο σουνιτικό θρησκευτικό δόγμα. Η δήλωση αυτή και μάλιστα από ένα κεμαλιστή ιστορικό που είχε διακριθεί για τους αγώνες του εναντία στην αναγνώριση της αρμενικής γενοκτονίας, προκάλεσε πραγματικό σεισμό και έντονες αντιδράσεις από πολλούς καθεστωτικούς παράγοντες. Με τις δηλώσεις του αυτές ο ίδιος ο Χαλάτσογλου, κυριολεκτικά έδινε ένα καίριο χτύπημα σε όλο το οικοδόμημα της σημερινής τουρκικής ταυτότητας. Μάλιστα ο ίδιος είχε πεισμώσει σε τέτοιο βαθμό, που στη συνέχεια αποκάλυψε πως είχε τα πιστοποιητικά και τα ονόματα αυτών που υποκριθήκαν πως είχαν αλλάξει θρησκεία αλλά ήταν χριστιανοί, δεν τα δημοσιεύει όμως γιατί μια τέτοια ενέργεια, όπως το παραδέχτηκε χαρακτηριστικά, θα προκαλούσε εθνικό ψυχολογικό πρόβλημα καθώς θα αποκαλύπτονταν ότι χιλιάδες σημερινές οικογένειες έχουν χριστιανική καταγωγή. Αντιλαμβάνεται κανείς το τι επακολούθησε τις επόμενες μέρες. Πληθώρα άρθρων και γνωστοί δημοσιογράφοι, αρθογράφοι και ιστορικοί, άρχισαν μια δημόσια διένεξη σχετικά με τις αποκαλύψεις του Χαλάτσογλου, φέρνοντας στην φόρα και άλλες μικρές αποκαλύψεις, όπως ότι στην Καισάρεια, στην Γιοζγκάτη, στη Σεβάστεια, πολλοί σημαίνοντες μουσουλμάνοι είναι χριστιανικής καταγωγής.
Στις 22 Αυγούστου ο γνωστός μας αρθογράφος της Μιλιέτ, Ταχά Ακγιόλ, επανερχόμενος στο θέμα έγραφε πως θα πρέπει να χαμηλώσουν οι τόνοι στο σημαντικό αυτό θέμα και ότι δεν αποκλείετε κάποια Αλεβίτες, οι άλλοι μουσουλμάνοι να έχουν χριστιανική ρωμαίικη ή αρμενική καταγωγή. Παράλληλα ο Ταχά Ακγιόλ πρόσθετε ότι ο Χαλάτσογλου έκανε τις δηλώσεις του θέλοντας κυρίως να τονίσει πως οι σημερινοί Κούρδοι της Ανατολίας έχουν τουρκμενική καταγωγή και συνεπώς δεν θα υπάρχει κουρδικό πρόβλημα, αν δοθεί η δυνατότητα να εκλεχθεί η καταγωγή των κουρδικών φυλών της νοτιοανατολικής Τουρκίας. Μετέφερε δηλαδή με πολύ έξυπνο τρόπο το θέμα στο κουρδικό πρόβλημα, που είναι και το μεγαλύτερο όπως αναφέραμε «αγκάθι» σήμερα για την συνοχή και την ύπαρξη της Τουρκίας, με πρόδηλο σκοπό να ακυρώσει την κουρδική καταγωγή των Κούρδων της Τουρκίας.
Παρασκευή 28 Μαΐου 2010
Το έθνος των Ρωμιών
του Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Λεμεσού
κ. Αθανάσιου
από το περιοδικό «ΚΑΘ’ ΟΔΟΝ» της Ιεράς Μητροπόλεως Λεμεσού, τεύχος 13/2008
αναδημοσίευση στον τόμο: «Ελληνορθόδοξη Πορεία», Ανθολόγιο κειμένων, Αθήνα 2008
(Χορηγός Εκδόσεως: ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΡΚΕΤ ΔΟΥΚΑΣ)
Είναι γεγονός ότι καυχόμαστε για την ελληνική μας καταγωγή και τη σχέση μας με το Χριστό και με το Ευαγγέλιο, όχι αδίκως βέβαια, παρόλο που καμιά φορά είμαστε λίγο υπερβολικοί, όμως η ιστορία δικαιώνει το ελληνικό έθνος.
Πάρα πολλοί λαοί άκουσαν το λόγο του Ευαγγελίου, πάρα πολλοί λαοί δέχθηκαν τις επισκέψεις των Αποστόλων, προς στιγμήν έγιναν χριστιανοί, αλλά στο πέρασμα των αιώνων είτε χάθηκαν γιατί υποδουλώθηκαν από άλλους λαούς, είτε άλλαξαν θρησκεία εξολοκλήρου, είτε προσχώρησαν σε αιρέσεις και άλλες κακοδοξίες οι οποίες νόθευσαν την Αλήθεια του Ευαγγελίου. Η ελληνική φυλή, το ελληνικό γένος, οι Έλληνες, παρά τις πολλές δυσκολίες που είχαν, κράτησαν το Ευαγγέλιο, κράτησαν την πίστη στην Εκκλησία, στην Ορθοδοξία. Και όχι μόνο δεν την έχασαν αλλά κατά τη διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας έδωσαν το Ευαγγέλιο και σε άλλους λαούς (π.χ. Ρώσους, Βούλγαρους, Ρουμάνους, Σέρβους, Γεωργιανούς), σε όλη την ανατολική Ευρώπη. Οι βυζαντινοί Ρωμιοί προγονοί μας επέμεναν, παρόλο που η Δύση αντιδρούσε σε αυτό, ότι οι νέοι ορθόδοξοι λαοί έπρεπε να λατρεύουν το Θεό στη γλώσσα τους. Γι’ αυτό και οι Άγιοι Κύριλλος και Μεθόδιος που μετέφεραν στους Σλάβους το Ευαγγέλιο έφτιαξαν αλφάβητο, ώστε να μπορούν οι άνθρωποι να έχουν δική τους γραπτή γλώσσα, να μορφώνονται, να εκπολιτίζονται και να έχουν τη δική τους συνείδηση και να λατρεύουν το Θεό στη δική τους γλώσσα. Ουδέποτε χρησιμοποιήθηκε το Ευαγγέλιο από τους Έλληνες ως μέσο κατάκτησης των άλλων λαών. Αντίθετα, ήταν μια προσφορά σ’ αυτούς του φωτός του Ευαγγελίου, επ’ ελευθερία, ποτέ με τη βία. Δεν έχουμε φαινόμενα στην ορθόδοξη Εκκλησία επιβολής της Ορθοδοξίας με τη βία.
Το ερώτημα είναι, εμείς οι χριστιανοί ορθόδοξοι, πώς μπορούμε να ταυτίσουμε την αγάπη προς την πατρίδα μας σε συνδυασμό με την ορθόδοξη πίστη μας;
Ως Έλληνες και ως ορθόδοξοι, καυχόμαστε ότι μέχρι σήμερα βαστάζουμε την ορθόδοξη πίστη μας απαρασάλευτη και απαραχάρακτη και μαζί με αυτήν έχουμε την ευλογία να βαστάζουμε το σταυρό, τον ευλογημένο σταυρό της ελληνικής φυλής μέσα στον κόσμο, που κουβάλησε όλη αυτή την ένδοξή μας ιστορία. Το ελληνικό γένος, έχοντας πανάρχαιες ρίζες μέσα στην ιστορία, έφτασε σε τόσο μεγάλα μέτρα γνώσεως της ανθρώπινης σοφίας και ελευθερίας, έφθασε σε τόσο υψηλά επίπεδα φιλοσοφικών πτήσεων και αποκαλύψεων ώστε να θεωρείται πρόδρομος του χριστιανισμού.
Νομίζω ότι το να είναι κανείς Έλληνας, το να είναι κανείς Ρωμιός, δεν είναι υπερηφάνεια αλλά είναι σταυρός και μόνο σαν σταυρό και σαν διακόνημα μπορούμε να το κρατήσουμε σήμερα. Είμαστε Έλληνες, έχουμε μια ιστορία, όπως ο κάθε λαός και αναγνωρίζουμε σε κάθε άνθρωπο αυτό το δικαίωμα να καυχάται για την ιστορία του, για τους προγόνους του. Καυχόμαστε σαν Έλληνες όχι γιατί λατρεύαμε τους ψεύτικους θεούς του Ολύμπου, αλλά καυχόμαστε γιατί είμαστε ένας λαός με φιλοσοφικές αναζητήσεις, καυχόμαστε γιατί είμαστε ένας λαός που γέννησε τη δημοκρατία, τη φιλοσοφία.
Οι εθνικές γιορτές είναι βέβαια γιορτές μυήσεως στο νόημα, αλλά είναι και κρίση της ίδιας της ζωής μας. Και πρέπει να υφιστάμεθα αυτή την κρίση γιατί διαφορετικά θα μας κρίνει η ιστορία ως ανθρώπους που δεν διδαχτήκαμε ποτέ από την ίδια την ιστορία και τη πορεία μας.
Η ιστορία οφείλει να μας διδάξει και εμείς αν είμαστε άξιοι των προγόνων μας, πραγματικά παιδιά τους, τότε πρέπει να μάθουμε να διδασκόμαστε, γιατί έχουμε τη βαρύτατη αυτή κληρονομιά να είμαστε Έλληνες. Αυτό σημαίνει ότι έχουμε μια ιστορία ένδοξη σε πολέμους και σε αγώνες. Οι Έλληνες κρατούσαν τη σημαία τους, για να δείξουν ότι αγωνίζονται όπως έλεγαν «υπέρ βωμών και εστιών», για να δείξουν ότι αγωνίζονται για συγκεκριμένα ιδανικά, ήσαν ιδεολόγοι, δεν ήσαν πολεμιστές με την πραγματική σημασία της λέξεως, αλλά γίνονταν πολεμιστές όταν η ανάγκη τους καλούσε και ήταν πράγματι αυτή η ανάγκη αδήριτη, για να φυλάξουν την πίστη τους και την πατρίδα τους.
Σήμερα, αδελφοί μου, καλούμαστε να κρατήσουμε αυτή την πατρίδα μέσα στα περιθώρια που οι ήρωες μας την παρέδωσαν και όπως αυτοί βάδισαν το δρόμο τους με σύνεση πολλή, με σοφία πολλή, με υπομονή πολλή.
Οι ήρωές μας ήταν παιδιά, ήταν άνθρωποι του τόπου που βγήκαν μέσα από το καλύτερο λίκνο, το λίκνο της Εκκλησίας και πραγματικά στέκει κανείς μπροστά τους με μεγάλο θαυμασμό και με μεγάλη συγκίνηση, γιατί διαβάζει κανείς για τη ζωή τους, διαβάζει κανείς τις επιστολές τους, διαβάζει αυτά τα οποία έγραψαν και όχι απλώς συγκινείται συναισθηματικά αλλά τα κείμενα αυτών των ανθρώπων, αυτές οι επιστολές των ηρώων του ΄55-΄59 μας θυμίζουν συναξάρια, μας θυμίζουν λόγια νεομαρτύρων, μας θυμίζουν τις επιστολές των μαρτύρων της πίστεως, τις επιστολές και τα γραπτά των νεομαρτύρων της τουρκικής κατοχής στον ελληνικό χώρο. Δεν διαφέρει καθόλου το ήθος τους από το ήθος των μαρτύρων της πίστεως και των μαρτύρων της πατρίδας. Διαβάζει κανείς τις επιστολές εκείνες και βλέπει που έστεκαν αυτοί οι άνθρωποι και βλέπει τι ήθελαν σε αυτό τον τόπο. Δεν βλέπεις ίχνος μισαλλοδοξίας, δεν βλέπεις ίχνος τρομοκρατίας, κι ας τους κατηγορούσαν τότε ότι ήταν τρομοκράτες. Διαβάζει κανείς τις επιστολές τους και βλέπει ένα ιλαρό φως, το φως της πίστεως το οποίο τους οδηγούσε στην αγάπη της πατρίδας τους, τους οδηγούσε στην αγάπη της ελευθερίας αλλά δεν τους οδηγούσε ποτέ στο μίσος ακόμα και αυτών που τους είχαν κατακτήσει. Και αν χρειάστηκε να κάνουν πόλεμο και να κάνουν επανάσταση, αυτό ήταν γιατί με τα δεδομένα της εποχής και της ώρας εκείνης ήταν μια ανάγκη και δεν μπορούσαν να κάμουν διαφορετικά.
Μέσα στις επιστολές των μαρτύρων και των ηρώων βλέπει κανείς το Θεό, την αγάπη του Χριστού να βασιλεύει, που τους έδωσε τη δυνατότητα να νικήσουν το θάνατο, να υπερβούν το θάνατο, που αισθάνονταν τη ψυχή τους να φτερουγίζει γύρω από το θρόνο του Θεού, τί άλλο είναι παρά τα ίδια βιώματα των μαρτύρων της πίστεως; Δεν είναι αυτά οι επισκέψεις της χάριτος του Θεού οι οποίες παρηγορούσαν τις ψυχές των ανθρώπων που βρισκόντουσαν μόνο λίγο προ του θανάτου; Ταυτόχρονα, βλέπει κανείς την πίστη τους και την αγάπη τους προς την Ελλάδα. Την Ελλάδα όχι ως γεωγραφικό χώρο μόνο, αλλά την Ελλάδα ως την κοιτίδα του πολιτισμού, τη μητέρα της φιλοσοφίας, τη μητέρα της Ρωμιοσύνης.
Οφείλουμε λοιπόν να μαθαίνουμε μέσα από την ιστορία μας, να διδασκόμαστε. Οφείλουμε να οδηγηθούμε μπροστά στα διάφορα γεγονότα της ιστορίας μας και να κρίνουμε τον εαυτό μας, σιωπώντας και περιορίζοντας τα λόγια μας και την εξωστρέφειά μας και να αφήσουμε να μας δείξουν όλοι αυτοί οι μάρτυρες της πατρίδας το δικό τους φρόνημα και να μας μιλήσουν για την ιστορία μας, να μας μιλήσουν για την πατρίδα μας, να μας μιλήσουν για την παράδοσή μας, να μας δείξουν από ποιό δέντρο καταγόμαστε κι ακόμα, να έχουμε το θάρρος να δούμε που είμαστε εμείς σήμερα.
Πρέπει να έχουμε το θάρρος να ανακαλύψουμε τον εαυτό μας και να πούμε τη μεγάλη αλήθεια, ότι αυτός ο τόπος, εάν θέλει να ζήσει πρέπει να γίνει ελληνικός τόπος κατά κυριολεξία. Ο άνθρωπος πρέπει να τύχει παιδείας, παιδείας φιλοσοφικής, παιδείας πνευματικής, παιδείας ρωμαίικης, με ρωμιοσύνη που σημαίνει ότι θα απολαύσει όλη αυτή την ιστορία της παραδόσεώς μας. Ούτε αρχαιολάτρες είμαστε αλλά ούτε και βυζαντινόπληκτοι είμαστε. Ξέρουμε ότι ο τόπος ζύμωσε την αρχαία φιλοσοφία και παράδοση με την ορθοδοξία. Και ορθόδοξος σημαίνει ελεύθερος. Ορθόδοξος και Ρωμιός σημαίνει άνθρωπος χωρίς παρωπίδες, σημαίνει άνθρωπος ο οποίος αγαπά τον άλλο και δεν φοβάται τον άλλο άνθρωπο, γιατί έχει αρχοντιά, γιατί δεν είναι κομπλεξικός, γιατί δεν αισθάνεται μειονεκτικά μπροστά σε κανένα, γιατί είναι περήφανος γι’ αυτό που είναι και αυτή η περηφάνια δεν είναι αλαζονεία αλλά είναι το «γνώθι σ’ αυτόν» των αρχαίων Ελλήνων· είναι αυτή η γνώση της βαρύτατης κληρονομιάς την οποία κουβαλούμε πάνω μας. Αυτή η ρωμαίικη υπερηφάνεια μπορεί να υπηρετήσει και όχι να υπηρετείται, μπορεί να σταθεί και να αγκαλιάσει τον κόσμο όλο και να γίνει διάκονος της ανθρωπότητας.
Εμείς σαν Ρωμιοί πάντοτε είχαμε τη μεγάλη υπομονή η οποία ήταν γέννημα της πίστεως, Και ο πιστός άνθρωπος βλέπει πίσω από τά φαινόμενα, πέραν των φαινομενικών πραγμάτων. Δεν μας ενδιαφέρει εμάς αν μας μισούν ή όχι οι Τούρκοι. Ο Θεός τι θα πει στο τέλος. Δεν θα γίνει τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από όσα ο Θεός θα επιτρέψει. Πρέπει να μάθουμε να έχουμε τελεία εμπιστοσύνη στο Θεό. Εάν ελπίζεις στο Θεό και πιστεύεις ότι ο Θεός είναι Πατέρας σου, τότε λοιπόν γιατί φοβάσαι;
Ας ανοίξουμε το δρόμο στην αληθινή παιδεία· να φτιάξουμε πρώτα ανθρώπους ελεύθερους και αν φτιάξεις ανθρώπους ελεύθερους, τότε θα αποκτήσεις και πατρίδα ελεύθερη. Αν έχεις ανθρώπους δούλους, τότε και η ελεύθερη πατρίδα θα γίνει δούλη. Ο άνθρωπος είναι αυτός που ελευθερώνεται πρώτα και ύστερα ελευθερώνει και γεωγραφικά το τόπο του. Αν ενδιατρίψουμε στην ιστορία μας, αν γνωρίσουμε την παράδοσή μας, αν ασκήσουμε καλόβουλη και θετική κριτική στις παρελθούσες πράξεις και ενέργειές μας, αν είμαστε έντιμοι, ανυστερόβουλοι και ειλικρινείς, τότε θα ανακαλύψουμε ότι ο τόπος γεννά ήρωες, ο τόπος γεννά μάρτυρες, ο τόπος γεννά ηγέτες, όπως τους ηγέτες οι οποίοι σήκωσαν τον τόπο αυτό και έδωσαν την ανάσταση στη πατρίδα μας και στη φυλή μας. Αυτό είναι το μήνυμα της Ρωμιοσύνης, του πόνου και της αγάπης για τη πατρίδα μας.πηγή: http://vatopaidi.wordpress.com/2010/05/21/
κ. Αθανάσιου
από το περιοδικό «ΚΑΘ’ ΟΔΟΝ» της Ιεράς Μητροπόλεως Λεμεσού, τεύχος 13/2008
αναδημοσίευση στον τόμο: «Ελληνορθόδοξη Πορεία», Ανθολόγιο κειμένων, Αθήνα 2008
(Χορηγός Εκδόσεως: ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΡΚΕΤ ΔΟΥΚΑΣ)
Είναι γεγονός ότι καυχόμαστε για την ελληνική μας καταγωγή και τη σχέση μας με το Χριστό και με το Ευαγγέλιο, όχι αδίκως βέβαια, παρόλο που καμιά φορά είμαστε λίγο υπερβολικοί, όμως η ιστορία δικαιώνει το ελληνικό έθνος.
Πάρα πολλοί λαοί άκουσαν το λόγο του Ευαγγελίου, πάρα πολλοί λαοί δέχθηκαν τις επισκέψεις των Αποστόλων, προς στιγμήν έγιναν χριστιανοί, αλλά στο πέρασμα των αιώνων είτε χάθηκαν γιατί υποδουλώθηκαν από άλλους λαούς, είτε άλλαξαν θρησκεία εξολοκλήρου, είτε προσχώρησαν σε αιρέσεις και άλλες κακοδοξίες οι οποίες νόθευσαν την Αλήθεια του Ευαγγελίου. Η ελληνική φυλή, το ελληνικό γένος, οι Έλληνες, παρά τις πολλές δυσκολίες που είχαν, κράτησαν το Ευαγγέλιο, κράτησαν την πίστη στην Εκκλησία, στην Ορθοδοξία. Και όχι μόνο δεν την έχασαν αλλά κατά τη διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας έδωσαν το Ευαγγέλιο και σε άλλους λαούς (π.χ. Ρώσους, Βούλγαρους, Ρουμάνους, Σέρβους, Γεωργιανούς), σε όλη την ανατολική Ευρώπη. Οι βυζαντινοί Ρωμιοί προγονοί μας επέμεναν, παρόλο που η Δύση αντιδρούσε σε αυτό, ότι οι νέοι ορθόδοξοι λαοί έπρεπε να λατρεύουν το Θεό στη γλώσσα τους. Γι’ αυτό και οι Άγιοι Κύριλλος και Μεθόδιος που μετέφεραν στους Σλάβους το Ευαγγέλιο έφτιαξαν αλφάβητο, ώστε να μπορούν οι άνθρωποι να έχουν δική τους γραπτή γλώσσα, να μορφώνονται, να εκπολιτίζονται και να έχουν τη δική τους συνείδηση και να λατρεύουν το Θεό στη δική τους γλώσσα. Ουδέποτε χρησιμοποιήθηκε το Ευαγγέλιο από τους Έλληνες ως μέσο κατάκτησης των άλλων λαών. Αντίθετα, ήταν μια προσφορά σ’ αυτούς του φωτός του Ευαγγελίου, επ’ ελευθερία, ποτέ με τη βία. Δεν έχουμε φαινόμενα στην ορθόδοξη Εκκλησία επιβολής της Ορθοδοξίας με τη βία.
Το ερώτημα είναι, εμείς οι χριστιανοί ορθόδοξοι, πώς μπορούμε να ταυτίσουμε την αγάπη προς την πατρίδα μας σε συνδυασμό με την ορθόδοξη πίστη μας;
Ως Έλληνες και ως ορθόδοξοι, καυχόμαστε ότι μέχρι σήμερα βαστάζουμε την ορθόδοξη πίστη μας απαρασάλευτη και απαραχάρακτη και μαζί με αυτήν έχουμε την ευλογία να βαστάζουμε το σταυρό, τον ευλογημένο σταυρό της ελληνικής φυλής μέσα στον κόσμο, που κουβάλησε όλη αυτή την ένδοξή μας ιστορία. Το ελληνικό γένος, έχοντας πανάρχαιες ρίζες μέσα στην ιστορία, έφτασε σε τόσο μεγάλα μέτρα γνώσεως της ανθρώπινης σοφίας και ελευθερίας, έφθασε σε τόσο υψηλά επίπεδα φιλοσοφικών πτήσεων και αποκαλύψεων ώστε να θεωρείται πρόδρομος του χριστιανισμού.
Νομίζω ότι το να είναι κανείς Έλληνας, το να είναι κανείς Ρωμιός, δεν είναι υπερηφάνεια αλλά είναι σταυρός και μόνο σαν σταυρό και σαν διακόνημα μπορούμε να το κρατήσουμε σήμερα. Είμαστε Έλληνες, έχουμε μια ιστορία, όπως ο κάθε λαός και αναγνωρίζουμε σε κάθε άνθρωπο αυτό το δικαίωμα να καυχάται για την ιστορία του, για τους προγόνους του. Καυχόμαστε σαν Έλληνες όχι γιατί λατρεύαμε τους ψεύτικους θεούς του Ολύμπου, αλλά καυχόμαστε γιατί είμαστε ένας λαός με φιλοσοφικές αναζητήσεις, καυχόμαστε γιατί είμαστε ένας λαός που γέννησε τη δημοκρατία, τη φιλοσοφία.
Οι εθνικές γιορτές είναι βέβαια γιορτές μυήσεως στο νόημα, αλλά είναι και κρίση της ίδιας της ζωής μας. Και πρέπει να υφιστάμεθα αυτή την κρίση γιατί διαφορετικά θα μας κρίνει η ιστορία ως ανθρώπους που δεν διδαχτήκαμε ποτέ από την ίδια την ιστορία και τη πορεία μας.
Η ιστορία οφείλει να μας διδάξει και εμείς αν είμαστε άξιοι των προγόνων μας, πραγματικά παιδιά τους, τότε πρέπει να μάθουμε να διδασκόμαστε, γιατί έχουμε τη βαρύτατη αυτή κληρονομιά να είμαστε Έλληνες. Αυτό σημαίνει ότι έχουμε μια ιστορία ένδοξη σε πολέμους και σε αγώνες. Οι Έλληνες κρατούσαν τη σημαία τους, για να δείξουν ότι αγωνίζονται όπως έλεγαν «υπέρ βωμών και εστιών», για να δείξουν ότι αγωνίζονται για συγκεκριμένα ιδανικά, ήσαν ιδεολόγοι, δεν ήσαν πολεμιστές με την πραγματική σημασία της λέξεως, αλλά γίνονταν πολεμιστές όταν η ανάγκη τους καλούσε και ήταν πράγματι αυτή η ανάγκη αδήριτη, για να φυλάξουν την πίστη τους και την πατρίδα τους.
Σήμερα, αδελφοί μου, καλούμαστε να κρατήσουμε αυτή την πατρίδα μέσα στα περιθώρια που οι ήρωες μας την παρέδωσαν και όπως αυτοί βάδισαν το δρόμο τους με σύνεση πολλή, με σοφία πολλή, με υπομονή πολλή.
Οι ήρωές μας ήταν παιδιά, ήταν άνθρωποι του τόπου που βγήκαν μέσα από το καλύτερο λίκνο, το λίκνο της Εκκλησίας και πραγματικά στέκει κανείς μπροστά τους με μεγάλο θαυμασμό και με μεγάλη συγκίνηση, γιατί διαβάζει κανείς για τη ζωή τους, διαβάζει κανείς τις επιστολές τους, διαβάζει αυτά τα οποία έγραψαν και όχι απλώς συγκινείται συναισθηματικά αλλά τα κείμενα αυτών των ανθρώπων, αυτές οι επιστολές των ηρώων του ΄55-΄59 μας θυμίζουν συναξάρια, μας θυμίζουν λόγια νεομαρτύρων, μας θυμίζουν τις επιστολές των μαρτύρων της πίστεως, τις επιστολές και τα γραπτά των νεομαρτύρων της τουρκικής κατοχής στον ελληνικό χώρο. Δεν διαφέρει καθόλου το ήθος τους από το ήθος των μαρτύρων της πίστεως και των μαρτύρων της πατρίδας. Διαβάζει κανείς τις επιστολές εκείνες και βλέπει που έστεκαν αυτοί οι άνθρωποι και βλέπει τι ήθελαν σε αυτό τον τόπο. Δεν βλέπεις ίχνος μισαλλοδοξίας, δεν βλέπεις ίχνος τρομοκρατίας, κι ας τους κατηγορούσαν τότε ότι ήταν τρομοκράτες. Διαβάζει κανείς τις επιστολές τους και βλέπει ένα ιλαρό φως, το φως της πίστεως το οποίο τους οδηγούσε στην αγάπη της πατρίδας τους, τους οδηγούσε στην αγάπη της ελευθερίας αλλά δεν τους οδηγούσε ποτέ στο μίσος ακόμα και αυτών που τους είχαν κατακτήσει. Και αν χρειάστηκε να κάνουν πόλεμο και να κάνουν επανάσταση, αυτό ήταν γιατί με τα δεδομένα της εποχής και της ώρας εκείνης ήταν μια ανάγκη και δεν μπορούσαν να κάμουν διαφορετικά.
Μέσα στις επιστολές των μαρτύρων και των ηρώων βλέπει κανείς το Θεό, την αγάπη του Χριστού να βασιλεύει, που τους έδωσε τη δυνατότητα να νικήσουν το θάνατο, να υπερβούν το θάνατο, που αισθάνονταν τη ψυχή τους να φτερουγίζει γύρω από το θρόνο του Θεού, τί άλλο είναι παρά τα ίδια βιώματα των μαρτύρων της πίστεως; Δεν είναι αυτά οι επισκέψεις της χάριτος του Θεού οι οποίες παρηγορούσαν τις ψυχές των ανθρώπων που βρισκόντουσαν μόνο λίγο προ του θανάτου; Ταυτόχρονα, βλέπει κανείς την πίστη τους και την αγάπη τους προς την Ελλάδα. Την Ελλάδα όχι ως γεωγραφικό χώρο μόνο, αλλά την Ελλάδα ως την κοιτίδα του πολιτισμού, τη μητέρα της φιλοσοφίας, τη μητέρα της Ρωμιοσύνης.
Οφείλουμε λοιπόν να μαθαίνουμε μέσα από την ιστορία μας, να διδασκόμαστε. Οφείλουμε να οδηγηθούμε μπροστά στα διάφορα γεγονότα της ιστορίας μας και να κρίνουμε τον εαυτό μας, σιωπώντας και περιορίζοντας τα λόγια μας και την εξωστρέφειά μας και να αφήσουμε να μας δείξουν όλοι αυτοί οι μάρτυρες της πατρίδας το δικό τους φρόνημα και να μας μιλήσουν για την ιστορία μας, να μας μιλήσουν για την πατρίδα μας, να μας μιλήσουν για την παράδοσή μας, να μας δείξουν από ποιό δέντρο καταγόμαστε κι ακόμα, να έχουμε το θάρρος να δούμε που είμαστε εμείς σήμερα.
Πρέπει να έχουμε το θάρρος να ανακαλύψουμε τον εαυτό μας και να πούμε τη μεγάλη αλήθεια, ότι αυτός ο τόπος, εάν θέλει να ζήσει πρέπει να γίνει ελληνικός τόπος κατά κυριολεξία. Ο άνθρωπος πρέπει να τύχει παιδείας, παιδείας φιλοσοφικής, παιδείας πνευματικής, παιδείας ρωμαίικης, με ρωμιοσύνη που σημαίνει ότι θα απολαύσει όλη αυτή την ιστορία της παραδόσεώς μας. Ούτε αρχαιολάτρες είμαστε αλλά ούτε και βυζαντινόπληκτοι είμαστε. Ξέρουμε ότι ο τόπος ζύμωσε την αρχαία φιλοσοφία και παράδοση με την ορθοδοξία. Και ορθόδοξος σημαίνει ελεύθερος. Ορθόδοξος και Ρωμιός σημαίνει άνθρωπος χωρίς παρωπίδες, σημαίνει άνθρωπος ο οποίος αγαπά τον άλλο και δεν φοβάται τον άλλο άνθρωπο, γιατί έχει αρχοντιά, γιατί δεν είναι κομπλεξικός, γιατί δεν αισθάνεται μειονεκτικά μπροστά σε κανένα, γιατί είναι περήφανος γι’ αυτό που είναι και αυτή η περηφάνια δεν είναι αλαζονεία αλλά είναι το «γνώθι σ’ αυτόν» των αρχαίων Ελλήνων· είναι αυτή η γνώση της βαρύτατης κληρονομιάς την οποία κουβαλούμε πάνω μας. Αυτή η ρωμαίικη υπερηφάνεια μπορεί να υπηρετήσει και όχι να υπηρετείται, μπορεί να σταθεί και να αγκαλιάσει τον κόσμο όλο και να γίνει διάκονος της ανθρωπότητας.
Εμείς σαν Ρωμιοί πάντοτε είχαμε τη μεγάλη υπομονή η οποία ήταν γέννημα της πίστεως, Και ο πιστός άνθρωπος βλέπει πίσω από τά φαινόμενα, πέραν των φαινομενικών πραγμάτων. Δεν μας ενδιαφέρει εμάς αν μας μισούν ή όχι οι Τούρκοι. Ο Θεός τι θα πει στο τέλος. Δεν θα γίνει τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από όσα ο Θεός θα επιτρέψει. Πρέπει να μάθουμε να έχουμε τελεία εμπιστοσύνη στο Θεό. Εάν ελπίζεις στο Θεό και πιστεύεις ότι ο Θεός είναι Πατέρας σου, τότε λοιπόν γιατί φοβάσαι;
Ας ανοίξουμε το δρόμο στην αληθινή παιδεία· να φτιάξουμε πρώτα ανθρώπους ελεύθερους και αν φτιάξεις ανθρώπους ελεύθερους, τότε θα αποκτήσεις και πατρίδα ελεύθερη. Αν έχεις ανθρώπους δούλους, τότε και η ελεύθερη πατρίδα θα γίνει δούλη. Ο άνθρωπος είναι αυτός που ελευθερώνεται πρώτα και ύστερα ελευθερώνει και γεωγραφικά το τόπο του. Αν ενδιατρίψουμε στην ιστορία μας, αν γνωρίσουμε την παράδοσή μας, αν ασκήσουμε καλόβουλη και θετική κριτική στις παρελθούσες πράξεις και ενέργειές μας, αν είμαστε έντιμοι, ανυστερόβουλοι και ειλικρινείς, τότε θα ανακαλύψουμε ότι ο τόπος γεννά ήρωες, ο τόπος γεννά μάρτυρες, ο τόπος γεννά ηγέτες, όπως τους ηγέτες οι οποίοι σήκωσαν τον τόπο αυτό και έδωσαν την ανάσταση στη πατρίδα μας και στη φυλή μας. Αυτό είναι το μήνυμα της Ρωμιοσύνης, του πόνου και της αγάπης για τη πατρίδα μας.πηγή: http://vatopaidi.wordpress.com/2010/05/21/
Τρίτη 25 Μαΐου 2010
ΚΑΥΣΙΣ ΝΕΚΡΩΝ
Ένας από τους πλέον σεβαστούς μητροπολίτες, ο Μεσογαίας Νικόλαος λέει για την καύση νεκρών απλά και κατανοητά πράγματα..
"Μόλις ο άνθρωπος πεθάνει, το σώμα του γίνεται λείψανο. Τότε αυξάνει και ο σεβασμός μας σ΄αυτό. Το λείψανο αποτελεί την ανάμνηση μιας ιερουργίας που μέσα του επιτελείτο - της σωτηρίας της ψυχής- και την υπόμνηση μιας άλλης που τώρα "αγνώστως" συνεχίζεται έξω από αυτό- της δόξης της ψυχής. Το σώμα δεν περιμένει την καταστροφή του, αλλά την "ετέρα μορφή του"(Μάρκ. ιστ΄12), την αναμόρφωσή του "εις το αρχαίον κάλλος". Αυτή είναι η αιτία που η Εκκλησία προσεγγίζει το σώμα με ιδιαίτερο σεβασμό και αισθήματα ιερά. Δεν καίμε τους ναούς, πολλώ δε μάλλον τους έμψυχους ναούς.
Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι το σώμα είναι κάτι που δεν εγγίζεται και στο οποίο αρνούμεθα κάθε παρέμβαση. Το σώμα είναι το υποκείμενο στη...
φθορά στοιχείο του ανθρώπου Η φυσική φθορά είναι η ισχυρότερη ίσως υπόμνηση της πτωτικής μας φύσεως. Κάθε βίαιη κίνηση που συνηγορεί στη συρρίκνωσή του, προσβάλλει και την ψυχή. Για τον λόγο αυτό, στο σώμα παρεμβαίνουμε μόνο θεραπευτικά, αναστέλλοντας την εξέλιξη της φθοράς, όταν και όδο μπορούμε. Η διαδικασία της πρέπει να είναι εντελώς φυσική και ποτέ εξαναγκασμένη. Την αναλαμβάνει μόνον ό Θεός μέσα από τις συνθήκες που ο ίδιος προνοεί ή η φύση μέσα από την ευθύνη που της έχει ανατεθεί. Αυτός είναι ένας άλλος λόγος που η Εκκλησία μας αρνείται την καύση των νεκρών. Αφήνει στη φύση να αναλάβει την ευθύνη της φθοράς του σώματος. Δεν το καίει, αλλά το αφήνει να σβήσει. Αυτό σημαίνει ότι από τη στιγμή που η φύση επιτρέπει να μείνει κάποιο υπόλειμμα, αυτό έχει το λόγο του.Όταν και η ΄φυση αρνείται την ολοσχερή διάλυσή του ανθρωπίνου σώματος, τότε η νομοθετημένη καύση του δεν είναι πράξη επιλήψιμης βίας;
Οι νεκροί δεν είναι "πεθαμένοι" αλλά κεκοιμημένοι. Τοποθετούνται με σεβασμό στον τάφο, στραμμένοι προς ανατολάς με την προσδοκία της αναστάσεώς τους. Η Εκκλησία συνειδητά αρνείται τον όρο "νεκροταφεία" και επιμένει στον όρο "κοιμητήρια". Και το κάνει αυτό όχι για λόγους ψυχολογικού -για να μην αγριεύουμε- αλλά για λόγους καθαρά πνευματικούς: νεκρός δεν σημαίνει τελειωμένος (που έχει τελειώσει) αλλάτετελειωμένος (που έχει τελειωθεί). Τέλος δεν σημαίνει λήξη, αλλά τελείωση. Τα οστά των νεκρών αποτελούν ανάμνηση της παρελθούσης ζωής τους, ενθύμηση της παρούσης καταστάσεως τους, αλλά και υπόμνηση της μελλούσης προοπτικής μας. Αυτά με κανένα νόμο δεν καίγονται.
Η Εκκλησία δεν τιμά το σώμα και χωριστά την ψυχή, αλλά τον σύνδεσμο των δυό, τον άνθρωπο ως όλον. Στον κίνδυνο να ξεχαστεί ο άνθρωπος, επειδή δεν φαίνεται η ψυχή του, διατηρούμε το σώμα, που δεν μας την θυμίζει μόνο όταν λειτουργεί αλλά και όταν απλά υπάρχει. Η οριστική καταστροφή του σώματος, η καύση του, δεν είναι καύση νεκρού ανθρώπου -κάτι που καίγεται - αλλά προσπάθεια καύσης της ζωντανής ψυχής του,κάτι που δεν καταστρέφεται.
Η ψυχή ζει. Αυτό φαίνεται από το ότι τα λείψανα έχουν ζωή όχι βιολογική βέβαια αλλά κάποιας μορφής πνευματική, που όμως διαπιστώνεται. Όταν έχουμε άτομα που η βίωσή τους της πνευματικής πραγματικότητος ήταν τόσο έντονη ώστε και από τότε που ζούσαν εν χρόνω την παχύτητα αυτού του κόσμου, αυτά να λειτουργούν στις συχνότητες του άλλου, τότε ο θάνατός τους είναι κοίμηση που αποτυπώνεται στα λείψανά τους. Είναι πολύτιμη εμπειρία της Εκκλησίας, διαρκώς επαληθευόμενη, ότι πλείστα όσα εξ αυτών εμφανίζουν ιδιάζουσα χάρι. Είναι γνωστό ότι συχνά τα λείψανα των αγιορειτών μοναχών αλλά και των άλλων εξαγιασμένων ανθρώπων που η ζωή τους τίμησε το σώμα και η ψυχή τους φανέρωσε μεγαλύτερη ευρωστία και ζωτικότητα από αυτό, διατηρούν μια εντυπωσιακή ευκαμψία για ώρες μετά θάνατον. Δεν κοκαλώνουν!
Αλλά και η αποδεδειγμένη ευωδία, το κέρινο χρώμα τους, η θαυματουργική χάρι τους ή η φυσική αφθαρσία ολόσωμων αγίων, στοιχεία ασυνήθη και φυσικώς ανεξήγυτα, είναι αναμενόμενα φαινόμενα της πνευματικής πραγματικότητος. Αυτά τα λείψανα, για την ορθόδοξη εκκλησιαστική παράδοση και συνείδηση, αποτελούν περιουσία πολυτιμότερη και από τη διδασκαλία της θησαυρούς αναγκαιότερους και από τα σκεύη της. Στα λείψανα των μαρτύρων της εδράζονται οι άγιες τράπεζες της. Αν αυτά κάψει θα έχει ήδη θυσιάσει τα ιερά θυσιαστήριά της θαέχει καταστρέψει τα ζωτικά σπλάχνα της.
Αν μας ρωτούσαν πως θα προτιμούσαμε να φύγει απ΄αυτόν τον κόσμο κάποιος δικός μας:από εγκεφαλική αποπληξία, από καρδιακή ανακοπή, με παραμορφωτικά εγκαύματα, ή να αποτεφρωθεί από ανάφλεξη και πυρκαγιά, έχω την εντύπωση πως ο τραγικότερος τρόπος θα ομολογούσαμε πως είναι ο τελευταίος.
Είναι φυσικό στον άνθρωπο, όταν αποχαιρετά τον άνθρωπό του, να θέλει να αντικρύσει για τελευταία φορά την οικεία σ΄αυτόν όψη και όχι το αποτρόπαιο κατάντημά του σε απάνθρωπη, ανοίκεια και απρόσωπη στάχτη. Η λεπτή αγάπη των στιγμών εκείνων εκφράζεται ως ανάγκη να αγκαλιάσει κανείς, να φιλήσει, να χορτάσει το βλέμμα του, να εκδηλωθεί τρυφερά πάνω στο άψυχο σώμα. Αν μας πληγώνει η βία της φύσεως, πώς εμείς επιλέγουμε τη βία του αυτεξουσίου μας; Όταν κάτι είναι πολύτιμο και το χάνουμε, προσπαθούμε να κρατήσουμε όσο περισσότερο απ΄αυτό μπορούμε. Ποτέ δεν νομοθετούμε τη βίαιη μείωση του τελευταίου ανεκτίμητου υπολείμματός του.
Η απόφαση ότι δεν έχουμε χώρο στα κοιμητήριά μας ισοδυναμεί με προσβολή.Αν δεν έχουμε, να δημιουργήσουμε χώρο. Η αγάπη δημιουργεί και χώρο και προϋποθέσεις. Η χρηστική ανάγκη ποτέ δεν είναι ουσιαστική και πάντα πιστοποιεί τη στενότητα του καρδιακού χώρου.Η ανάγκη του σεβασμού είναι πολύ μεγαλύτερη γι΄αυτόν που τον εκχωρεί παρά γι΄αυτόν που αποδέχεται.
Ετσι που βαδίζει η κοινωνία μας δεν θα έχει μονον έλλλειψη χώρου, αλλά και ανθρώπους δεν θα βρίσκει για να θάψουν, ίσως και να κάψουν, τους νεκρούς της. Στο απέραντο γηροκομείο του "πολιτισμένου" κόσμου μας, όπου οι νέοι τείνουν να γίνουν πολύ λιγότεροι από τους ηλικιωμένους και οι γεννήσεις πολύ πιο σπάνιες από τους θανάτους, θα υπάρχουν νεκροί και όχι νεκροθάφτες.Αντί να ενδιαφέρεται η κοινωνία μας για την αρχή της ζωής, π.χ. το δημογραφικό πρόβλημα, υπεραπασχολείται με το τέλος, την καύση. Η ίδια νοοτροπία που αποφεύγει, τη γέννηση, δηλαδή τη ζωή, αυτή που απορρίπτει και τους γέρους, αυτή που προτείνει την ευθανασία, αυτή που η ίδια δεν αντέχει και τους νεκρούς αρνείται τη δημιουργία και επιλέγει την καύση. Αυτή υπογράφει το οριστικό τέλος του τέλους το τέλος του σκοπού το τέλος του ανθρώπου.
Η κοινωνία με την καύση των νεκρών προσυπογράφει το δικό της τέλος. τον μηδενισμό της. Μια κοινωνία που δεν αντέχει τον άνθρωπο ούτε στην ασθένειά του, ούτε στην αδυναμία του, ούτε στον θάνατό του, μια κοινωνία που καίει τους νεκρούς της, μια κοινωνία που καταστρέφει και την ανάμνηση της ζωής και την ενθύμηση των μελών της -αυτό είναι τα λείψανα- μια κοινωνία που κάνει την αρχή του ανθρώπου τεχνητή και μηχανική και το τέλος του οριστικό και αμετάκλητο, μια κοινωνία που αρνείται την πνοή του αιώνιου και εγκλωβίζεται στην ασφυξία του εφήμερου, τι σχέση μπορεί να έχει αυτή η κοινωνία με τη ζωή; Ακόμη και οι άθεοι υπογράμμιζαν την ανάμνηση των επίγειων θεών τους με ταριχεύσεις των σωμάτων τους (περίπτωση Λένιν) ή όπου αυτό δεν ήταν δυνατόν με κατασκευές αγαλμάτων και ψεύτικων ομοιωμάτων.
Κατόπιν τούτων, δεν είναι ότι δεν της επιτρέπεται, αλλά η Εκκλησία αδυνατεί και αρνείται να δεχθεί μια απλά χρηστική και καθόλου πειστική λύση ελάσσονος πρακτικής βαρύτητος και να θυσιάσει το βίωμα του σεβασμού της στη θεϊκότητα του προσώπου του κάθε ανθρώπου, πολλώ μάλλον του ανθρώπου που αυτή βάφτισε στη κολυμβήθρα της τιμώντας ταυτόχρονα και την ψυχή και το σώμα του. Το μείζον δεν μπορεί να υποταχθεί στο έλασσον. Είναι αδύνατον όποιος πιστεύει στην Εκκλησία και αποδέχεται την πρόταση ζωής της, όποιος ζει την πραγματικότητα της ψυχής, όποιος σέβεται τον άνθρωπο να μην τιμά και το σώμα. Το σώμα χρήζει μεγαλύτερης τιμής και σεβασμού από την κοινωνία μετά θάνατον απ' όση περιποίηση και προστασία δέχθηκε από τον ίδιο τον άνθρωπο κατά τη διάρκεια της ζωής του.
"Μόλις ο άνθρωπος πεθάνει, το σώμα του γίνεται λείψανο. Τότε αυξάνει και ο σεβασμός μας σ΄αυτό. Το λείψανο αποτελεί την ανάμνηση μιας ιερουργίας που μέσα του επιτελείτο - της σωτηρίας της ψυχής- και την υπόμνηση μιας άλλης που τώρα "αγνώστως" συνεχίζεται έξω από αυτό- της δόξης της ψυχής. Το σώμα δεν περιμένει την καταστροφή του, αλλά την "ετέρα μορφή του"(Μάρκ. ιστ΄12), την αναμόρφωσή του "εις το αρχαίον κάλλος". Αυτή είναι η αιτία που η Εκκλησία προσεγγίζει το σώμα με ιδιαίτερο σεβασμό και αισθήματα ιερά. Δεν καίμε τους ναούς, πολλώ δε μάλλον τους έμψυχους ναούς.
Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι το σώμα είναι κάτι που δεν εγγίζεται και στο οποίο αρνούμεθα κάθε παρέμβαση. Το σώμα είναι το υποκείμενο στη...
φθορά στοιχείο του ανθρώπου Η φυσική φθορά είναι η ισχυρότερη ίσως υπόμνηση της πτωτικής μας φύσεως. Κάθε βίαιη κίνηση που συνηγορεί στη συρρίκνωσή του, προσβάλλει και την ψυχή. Για τον λόγο αυτό, στο σώμα παρεμβαίνουμε μόνο θεραπευτικά, αναστέλλοντας την εξέλιξη της φθοράς, όταν και όδο μπορούμε. Η διαδικασία της πρέπει να είναι εντελώς φυσική και ποτέ εξαναγκασμένη. Την αναλαμβάνει μόνον ό Θεός μέσα από τις συνθήκες που ο ίδιος προνοεί ή η φύση μέσα από την ευθύνη που της έχει ανατεθεί. Αυτός είναι ένας άλλος λόγος που η Εκκλησία μας αρνείται την καύση των νεκρών. Αφήνει στη φύση να αναλάβει την ευθύνη της φθοράς του σώματος. Δεν το καίει, αλλά το αφήνει να σβήσει. Αυτό σημαίνει ότι από τη στιγμή που η φύση επιτρέπει να μείνει κάποιο υπόλειμμα, αυτό έχει το λόγο του.Όταν και η ΄φυση αρνείται την ολοσχερή διάλυσή του ανθρωπίνου σώματος, τότε η νομοθετημένη καύση του δεν είναι πράξη επιλήψιμης βίας;
Οι νεκροί δεν είναι "πεθαμένοι" αλλά κεκοιμημένοι. Τοποθετούνται με σεβασμό στον τάφο, στραμμένοι προς ανατολάς με την προσδοκία της αναστάσεώς τους. Η Εκκλησία συνειδητά αρνείται τον όρο "νεκροταφεία" και επιμένει στον όρο "κοιμητήρια". Και το κάνει αυτό όχι για λόγους ψυχολογικού -για να μην αγριεύουμε- αλλά για λόγους καθαρά πνευματικούς: νεκρός δεν σημαίνει τελειωμένος (που έχει τελειώσει) αλλάτετελειωμένος (που έχει τελειωθεί). Τέλος δεν σημαίνει λήξη, αλλά τελείωση. Τα οστά των νεκρών αποτελούν ανάμνηση της παρελθούσης ζωής τους, ενθύμηση της παρούσης καταστάσεως τους, αλλά και υπόμνηση της μελλούσης προοπτικής μας. Αυτά με κανένα νόμο δεν καίγονται.
Η Εκκλησία δεν τιμά το σώμα και χωριστά την ψυχή, αλλά τον σύνδεσμο των δυό, τον άνθρωπο ως όλον. Στον κίνδυνο να ξεχαστεί ο άνθρωπος, επειδή δεν φαίνεται η ψυχή του, διατηρούμε το σώμα, που δεν μας την θυμίζει μόνο όταν λειτουργεί αλλά και όταν απλά υπάρχει. Η οριστική καταστροφή του σώματος, η καύση του, δεν είναι καύση νεκρού ανθρώπου -κάτι που καίγεται - αλλά προσπάθεια καύσης της ζωντανής ψυχής του,κάτι που δεν καταστρέφεται.
Η ψυχή ζει. Αυτό φαίνεται από το ότι τα λείψανα έχουν ζωή όχι βιολογική βέβαια αλλά κάποιας μορφής πνευματική, που όμως διαπιστώνεται. Όταν έχουμε άτομα που η βίωσή τους της πνευματικής πραγματικότητος ήταν τόσο έντονη ώστε και από τότε που ζούσαν εν χρόνω την παχύτητα αυτού του κόσμου, αυτά να λειτουργούν στις συχνότητες του άλλου, τότε ο θάνατός τους είναι κοίμηση που αποτυπώνεται στα λείψανά τους. Είναι πολύτιμη εμπειρία της Εκκλησίας, διαρκώς επαληθευόμενη, ότι πλείστα όσα εξ αυτών εμφανίζουν ιδιάζουσα χάρι. Είναι γνωστό ότι συχνά τα λείψανα των αγιορειτών μοναχών αλλά και των άλλων εξαγιασμένων ανθρώπων που η ζωή τους τίμησε το σώμα και η ψυχή τους φανέρωσε μεγαλύτερη ευρωστία και ζωτικότητα από αυτό, διατηρούν μια εντυπωσιακή ευκαμψία για ώρες μετά θάνατον. Δεν κοκαλώνουν!
Αλλά και η αποδεδειγμένη ευωδία, το κέρινο χρώμα τους, η θαυματουργική χάρι τους ή η φυσική αφθαρσία ολόσωμων αγίων, στοιχεία ασυνήθη και φυσικώς ανεξήγυτα, είναι αναμενόμενα φαινόμενα της πνευματικής πραγματικότητος. Αυτά τα λείψανα, για την ορθόδοξη εκκλησιαστική παράδοση και συνείδηση, αποτελούν περιουσία πολυτιμότερη και από τη διδασκαλία της θησαυρούς αναγκαιότερους και από τα σκεύη της. Στα λείψανα των μαρτύρων της εδράζονται οι άγιες τράπεζες της. Αν αυτά κάψει θα έχει ήδη θυσιάσει τα ιερά θυσιαστήριά της θαέχει καταστρέψει τα ζωτικά σπλάχνα της.
Αν μας ρωτούσαν πως θα προτιμούσαμε να φύγει απ΄αυτόν τον κόσμο κάποιος δικός μας:από εγκεφαλική αποπληξία, από καρδιακή ανακοπή, με παραμορφωτικά εγκαύματα, ή να αποτεφρωθεί από ανάφλεξη και πυρκαγιά, έχω την εντύπωση πως ο τραγικότερος τρόπος θα ομολογούσαμε πως είναι ο τελευταίος.
Είναι φυσικό στον άνθρωπο, όταν αποχαιρετά τον άνθρωπό του, να θέλει να αντικρύσει για τελευταία φορά την οικεία σ΄αυτόν όψη και όχι το αποτρόπαιο κατάντημά του σε απάνθρωπη, ανοίκεια και απρόσωπη στάχτη. Η λεπτή αγάπη των στιγμών εκείνων εκφράζεται ως ανάγκη να αγκαλιάσει κανείς, να φιλήσει, να χορτάσει το βλέμμα του, να εκδηλωθεί τρυφερά πάνω στο άψυχο σώμα. Αν μας πληγώνει η βία της φύσεως, πώς εμείς επιλέγουμε τη βία του αυτεξουσίου μας; Όταν κάτι είναι πολύτιμο και το χάνουμε, προσπαθούμε να κρατήσουμε όσο περισσότερο απ΄αυτό μπορούμε. Ποτέ δεν νομοθετούμε τη βίαιη μείωση του τελευταίου ανεκτίμητου υπολείμματός του.
Η απόφαση ότι δεν έχουμε χώρο στα κοιμητήριά μας ισοδυναμεί με προσβολή.Αν δεν έχουμε, να δημιουργήσουμε χώρο. Η αγάπη δημιουργεί και χώρο και προϋποθέσεις. Η χρηστική ανάγκη ποτέ δεν είναι ουσιαστική και πάντα πιστοποιεί τη στενότητα του καρδιακού χώρου.Η ανάγκη του σεβασμού είναι πολύ μεγαλύτερη γι΄αυτόν που τον εκχωρεί παρά γι΄αυτόν που αποδέχεται.
Ετσι που βαδίζει η κοινωνία μας δεν θα έχει μονον έλλλειψη χώρου, αλλά και ανθρώπους δεν θα βρίσκει για να θάψουν, ίσως και να κάψουν, τους νεκρούς της. Στο απέραντο γηροκομείο του "πολιτισμένου" κόσμου μας, όπου οι νέοι τείνουν να γίνουν πολύ λιγότεροι από τους ηλικιωμένους και οι γεννήσεις πολύ πιο σπάνιες από τους θανάτους, θα υπάρχουν νεκροί και όχι νεκροθάφτες.Αντί να ενδιαφέρεται η κοινωνία μας για την αρχή της ζωής, π.χ. το δημογραφικό πρόβλημα, υπεραπασχολείται με το τέλος, την καύση. Η ίδια νοοτροπία που αποφεύγει, τη γέννηση, δηλαδή τη ζωή, αυτή που απορρίπτει και τους γέρους, αυτή που προτείνει την ευθανασία, αυτή που η ίδια δεν αντέχει και τους νεκρούς αρνείται τη δημιουργία και επιλέγει την καύση. Αυτή υπογράφει το οριστικό τέλος του τέλους το τέλος του σκοπού το τέλος του ανθρώπου.
Η κοινωνία με την καύση των νεκρών προσυπογράφει το δικό της τέλος. τον μηδενισμό της. Μια κοινωνία που δεν αντέχει τον άνθρωπο ούτε στην ασθένειά του, ούτε στην αδυναμία του, ούτε στον θάνατό του, μια κοινωνία που καίει τους νεκρούς της, μια κοινωνία που καταστρέφει και την ανάμνηση της ζωής και την ενθύμηση των μελών της -αυτό είναι τα λείψανα- μια κοινωνία που κάνει την αρχή του ανθρώπου τεχνητή και μηχανική και το τέλος του οριστικό και αμετάκλητο, μια κοινωνία που αρνείται την πνοή του αιώνιου και εγκλωβίζεται στην ασφυξία του εφήμερου, τι σχέση μπορεί να έχει αυτή η κοινωνία με τη ζωή; Ακόμη και οι άθεοι υπογράμμιζαν την ανάμνηση των επίγειων θεών τους με ταριχεύσεις των σωμάτων τους (περίπτωση Λένιν) ή όπου αυτό δεν ήταν δυνατόν με κατασκευές αγαλμάτων και ψεύτικων ομοιωμάτων.
Κατόπιν τούτων, δεν είναι ότι δεν της επιτρέπεται, αλλά η Εκκλησία αδυνατεί και αρνείται να δεχθεί μια απλά χρηστική και καθόλου πειστική λύση ελάσσονος πρακτικής βαρύτητος και να θυσιάσει το βίωμα του σεβασμού της στη θεϊκότητα του προσώπου του κάθε ανθρώπου, πολλώ μάλλον του ανθρώπου που αυτή βάφτισε στη κολυμβήθρα της τιμώντας ταυτόχρονα και την ψυχή και το σώμα του. Το μείζον δεν μπορεί να υποταχθεί στο έλασσον. Είναι αδύνατον όποιος πιστεύει στην Εκκλησία και αποδέχεται την πρόταση ζωής της, όποιος ζει την πραγματικότητα της ψυχής, όποιος σέβεται τον άνθρωπο να μην τιμά και το σώμα. Το σώμα χρήζει μεγαλύτερης τιμής και σεβασμού από την κοινωνία μετά θάνατον απ' όση περιποίηση και προστασία δέχθηκε από τον ίδιο τον άνθρωπο κατά τη διάρκεια της ζωής του.
Τετάρτη 14 Απριλίου 2010
Κουλούρι αμυγδάλου
Υλικά:
Αλεύρι 3.200 γρ.
Βούτυρο 82% ή μαργαρίνη 2.000 γρ.
Άχνη ζάχαρη 1.000 γρ.
Αβγά 5 τεμ.
Μπέικιν πάουντερ 15 γρ.
Ξύσμα λεμονιού ή πορτοκαλιού
Βανίλια
Εκτέλεση:
Ανακατεύουμε το βούτυρο με την άχνη στο μίξερ έως ότου αφρατέψουν και κατόπιν προσθέτουμε σιγά-σιγά τα αβγά.
Στη συνέχεια, ρίχνουμε το αλεύρι και τα αρωματικά και αναμιγνύουμε ελαφρά στην πρώτη ταχύτητα του μίξερ μέχρι να ομογενοποιηθεί η μάζα της ζύμης.
Τεμαχίζουμε τη ζύμη στα επιθυμητά σχήματα αλείφουμε την επιφάνειά τους με αβγό και προσθέτουμε τα αμύγδαλα πατώντας τα με το χέρι.
Ψήνουμε στους 170ο -180ο C για περίπου 30 λεπτά, ανάλογα με το φούρνο που διαθέτουμε.
Αλεύρι 3.200 γρ.
Βούτυρο 82% ή μαργαρίνη 2.000 γρ.
Άχνη ζάχαρη 1.000 γρ.
Αβγά 5 τεμ.
Μπέικιν πάουντερ 15 γρ.
Ξύσμα λεμονιού ή πορτοκαλιού
Βανίλια
Εκτέλεση:
Ανακατεύουμε το βούτυρο με την άχνη στο μίξερ έως ότου αφρατέψουν και κατόπιν προσθέτουμε σιγά-σιγά τα αβγά.
Στη συνέχεια, ρίχνουμε το αλεύρι και τα αρωματικά και αναμιγνύουμε ελαφρά στην πρώτη ταχύτητα του μίξερ μέχρι να ομογενοποιηθεί η μάζα της ζύμης.
Τεμαχίζουμε τη ζύμη στα επιθυμητά σχήματα αλείφουμε την επιφάνειά τους με αβγό και προσθέτουμε τα αμύγδαλα πατώντας τα με το χέρι.
Ψήνουμε στους 170ο -180ο C για περίπου 30 λεπτά, ανάλογα με το φούρνο που διαθέτουμε.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)